Εισήγηση ΔΑΣ προς Συνέλευση Αντιπροσώπων ΕΚΒ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ την εισήγηση, όπως έφτασε στο e-Volos.gr:
Συναδέλφισες και συνάδελφοι,
Διανύουμε μια δύσκολη και σύνθετη περίοδο, έχει σε μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί μια νέα κατάσταση για την εργατική τάξη στη χώρα μας. Στη ζωή της λαϊκής οικογένειας έχουν έρθει τα πάνω κάτω.
Η υπερεπτάχρονη κρίση έχει εκτινάξει την ανεργία δημιουργώντας μια τεράστια στρατιά ανέργων που φτάνουν το 1,5 εκατομμύριο με το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνια ανέργων.
Η ανεργία των νέων ξεπερνά το 50%. Η «βιομηχανία» αντιλαϊκών αντεργατικών νόμων με στόχο να γίνουν οι εργαζόμενοι πιο φθηνοί, πιο ευέλικτοι έχει φτιάξει μια μεγάλη μάζα φθηνών άγρια εκμεταλλευόμενων εργαζομένων χωρίς δικαιώματα στη δουλειά.
Η σχετικά σταθερή εργασία με ωράριο άδειες, συλλογικές συμβάσεις, κοινωνική ασφάλιση έχει ανατραπεί για το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης ιδιαίτερα των νέων, όπως το ομολογούν και οι ίδιοι με τα επίσημα στοιχεία τους.
Αποδείχτηκε ότι τα μνημόνια δεν ήταν τίποτε παραπάνω από τις χρόνιες απαιτήσεις της μεγαλοεργοδοσίας για πιο φθηνή εργασία και μεγαλύτερη κερδοφορία από την αύξηση της εκμετάλλευσης.
Οι απαιτήσεις των βιομηχάνων και άλλων τμημάτων του κεφαλαίου όπως είχαν διατυπωθεί πριν 20 χρόνια στη Λευκή Βίβλο της ΕΕ, με την «ευελφάλεια», τη μείωση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους, βρήκαν την ευκαιρία μέσα στην κρίση και την υποχώρηση του κινήματος να γίνουν νόμοι.
Η επίθεση που δεχόμαστε βρίσκεται σε εξέλιξη. Και έχουμε καθαρό ότι δεν έχει τέλος αν τέλος δεν βάλουμε εμείς με τη δύναμη της οργάνωσης, της ενότητας της εργατικής τάξης και με σχέδιο για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής και των εκμεταλλευτικών σχέσεων.
Η δίψα των κεφαλαιοκρατών για κέρδη είναι ακόρεστη. Ομολογούν ότι ο δρόμος για την ανάκαμψη των κερδών τους περνάει μέσα από την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση της εκμετάλλευσης. Δεν θα σταματήσουν επειδή κατέβασαν με τις κυβερνήσεις τους τον κατώτερο μισθό 21% και 32% για τους νέους, επειδή εκτινάχθηκε η μερική απασχόληση που είχαν στόχο χρόνια και επειδή κατάργησαν τις περισσότερες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Θέλουν και άλλα, απαιτούν να μην έχουν κανένα φραγμό, τα χέρια τους λυμένα για να ληστεύουν τους εργαζόμενους. Να απασχολούν όπως και όσο θέλουν, να απολύουν όποτε θέλουν, να πληρώνουν όποτε θέλουν και όσο θέλουν.
Απαιτούν περιορισμό και απαγόρευση της συνδικαλιστικής δράσης, γύψο κυριολεκτικά στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, να γίνει όλη η χώρα μια μεγάλη ειδική οικονομική ζώνη άγριας εκμετάλλευσης, κατάργηση και σε ότι έχει απομείνει κάτω από τους αγώνες, στην υγεία, τις κοινωνικές παροχές, την παιδεία.
Η επιθετικότητα του κεφαλαίου δεν είναι τυχαία και προσωρινή. Αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση στα πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης και το χρέος αυτό πέφτει στις πλάτες μας.
Στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, τις τελευταίες 2 – 3 δεκαετίες, διαμορφώθηκαν νέες τάσεις σχετικά με το ύψος των μισθών και μεροκάματων, με τον ανταγωνισμό μεταξύ των ισχυρότερων μονοπωλίων, από ποιες χώρες εξάγονται περισσότερα εμπορεύματα, αλλά και κεφάλαια για επενδύσεις, σε ποιες χώρες εισάγονται.
Γι’ αυτό στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία, στην ΕΕ το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του εντείνει τον πόλεμο στην εργατική τάξη για αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης.
Ένα ακόμα δείγμα ότι αυτό το σύστημα που στηρίζεται στην εκμετάλλευση έχει φτάσει στα ιστορικά του όρια.. Ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για μεγαλύτερα κέρδη.
Γι’ αυτό και οι εργαζόμενοι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από την έκβαση των συνομιλιών, την επιτυχία ή όχι της αξιολόγησης. Οι συγκεκριμένοι στόχοι για τους οποίους πασχίζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ αφορούν την εξασφάλιση πόρων για τις τσέπες των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών.
Τα αντισταθμιστικά μέτρα αποτελούν κοροϊδία χωρίς προηγούμενο, αφού όχι μόνο θα ενεργοποιηθούν αν πιαστούν οι στόχοι που σημαίνει λεηλασία δίχως τέλος του εργατικού-λαϊκού εισοδήματος, αλλά στην ουσία αφορούν μέτρα για μεγαλύτερη ρευστότητα και κατά συνέπεια κονδύλια για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.
Ο ισχυρισμός ότι έτσι θα έρθει η ανάπτυξη και θα ωφεληθούν όλοι έχει στόχο να πείσει τους εργάτες να ταυτίζονται με τους στόχους των αφεντικών τους. Λένε ότι έτσι θα ανοίξουν δουλειές και θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανεργίας, θα μεγαλώσει ο πλούτος και έτσι και για το λαό θα περισσέψει πιο πολύ.
Ξέρουμε καλά πως γίνεται το αντίθετο. Οι πετσοκομμένοι μισθοί και δικαιώματα είναι το κίν
ητρο για τις επενδύσεις και την ανάπτυξή τους. Οι όποιες κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας δεν λύνουν το πρόβλημα της ανεργίας, όσο η παραγωγή λειτουργεί άναρχα, στα χέρια μιας χούφτας καπιταλιστών που στα πλαίσια του ανταγωνισμού και του κέρδους ανοιγοκλείνουν εργοστάσια.
Αυτοί οι ανταγωνισμοί, που σήμερα γίνονται όλο και πιο σκληροί όσο δεν επιτυγχάνουν τα κέρδη που θέλουν, επιφυλάσσουν ακόμα πιο επικίνδυνες εξελίξεις για τους λαούς. Για να μοιράσουν αγορές και πλουτοπαραγωγικές πηγές δε θα διστάσουν να συγκρουστούν και στρατιωτικά.
Και τότε θα στείλουν τα παιδιά της Εργατικής Τάξης να αλληλοσφαχτούν για τα συμφέροντά τους. Η ελληνική κυβέρνηση συμμετέχει σε αυτούς τους σχεδιασμούς προκειμένου να εξασφαλίσει μερτικό στα ντόπια μονοπώλια.
Όπως στο σημερινό πόλεμο που δεχόμαστε στα δικαιώματα και τη ζωή μας, τίποτα κοινό δεν έχουμε με τους εκμεταλλευτές του κόπου μας, έτσι και στην περίπτωση άμεσης πολεμικής εμπλοκής της χώρας μας για τα κέρδη και τους ανταγωνισμούς τους η εργατική τάξη μπορεί και πρέπει να αντιτάξει τη δική της οργάνωση και ενότητα απέναντι στις σειρήνες τις “εθνικής ομοψυχίας”, διεκδικώντας καμιά συμμετοχή της χώρας στους θανατηφόρους σχεδιασμούς των μονοπωλίων.
Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα η ανάγκη ενδυνάμωσης, μαζικοποίησης και ταξικού προσανατολισμού του συνδικαλιστικού κινήματος γίνεται ακόμα πιο επιτακτική. Ο συμβιβασμός με τα ψίχουλα θα χαμηλώσει συνολικά το επίπεδο των απαιτήσεων, θα βάλει τεράστια εμπόδια ακόμα και στους αγώνες στο μέλλον, αφού θα φέρει το σημείο εκκίνησης της όποιας διεκδίκησης στο επίπεδο ζωής των παππούδων μας.
Άρα αφετηρία κάθε διεκδίκησης πρέπει να είναι το επίπεδο των κατακτήσεων πριν την κρίση, σαν βάση για διεύρυνσή τους. Αυτό πρέπει να εκφράζουν τα πλαίσια πάλης των συνδικαλιστικών οργάνων.
Με αυτό το κριτήριο πρέπει να δημιουργούνται χωρίς να επηρεάζονται από τις δυνατότητες της οικονομίας ή της επιχείρησης, δηλαδή με το τι και αν θα περισσέψει αφού χορτάσει ο εργοδότης.
Ούτε είναι αρκετό σήμερα να μένουμε στην πάλη ενάντια στα νέα μέτρα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η γραμμή πάλης να βάλει στο επίκεντρο τις ανάγκες της εργατικής οικογένειας.
Δεν μπορεί στη σημερινή εποχή που η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν εκτοξεύσει τις δυνατότητες της παραγωγής, να χειροτερεύουν συνέχεια οι όροι ζωής.
Δεν μπορεί σήμερα να πάμε πίσω από την απαίτηση να υπάρχει σταθερή δουλειά για όλους, με πενθήμερο οκτάωρο ημέρες ανάπαυσης.
Δεν μπορεί σήμερα να μην υπάρχει κοινωνική ασφάλιση για όλους, σύνταξη, πλήρης δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Δεν μπορεί σήμερα να ανεχτούμε να μην υπάρχει δημόσια και δωρεάν παιδεία για όλους, από την προσχολική αγωγή ως το πανεπιστήμιο χωρίς ούτε ένα παιδί να σταματάει το σχολείο.
Δεν μπορεί να επιτρέψουμε ούτε ένας άνεργος να είναι χωρίς επίδομα και προστασία του ίδιου και της οικογένειάς του.
Αυτό που εμποδίζει την κάλυψη των πραγματικών, σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης, δεν είναι ούτε οι «αντοχές» της οικονομίας, ούτε οι «νεοφιλελεύθερες αγκυλώσεις» του ΔΝΤ, ούτε οι «εμμονές του ηγετικού πυρήνα της ΕΕ».
Φταίει η φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το γεγονός ότι ο πλούτος παράγεται από εκατομμύρια εργαζόμενους, αλλά τον ιδιοποιείται μια χούφτα κεφαλαιοκρατών, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής.
Γι’ αυτό, μέσα από τις διεκδικήσεις των σύγχρονων αναγκών αναδεικνύεται κρυστάλλινα η ταξική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της εργοδοσίας, ότι αυτά δεν τέμνονται πουθενά.
Εμπόδιο στην ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών είναι και η γραμμή του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού, που παγιώνει τις μειωμένες απαιτήσεις των εργαζομένων.
Η ΓΣΕΕ προβάλλει ως διέξοδο την καπιταλιστική ανάκαμψη με «αναπτυξιακά πακέτα», συμβάλλοντας στο συμβιβασμό της εργατικής τάξης με τις επιδιώξεις των καπιταλιστών, με την ταύτισή της με τα συμφέροντα της εργοδοσίας.
Το διαρκές κυνήγι για μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους από τους καπιταλιστές οδηγεί στο να μεγαλώνει η ψαλίδα ανάμεσα στον παραγόμενο πλούτο και στο εργατικό εισόδημα.
Αυτό αποτελεί αντικειμενική τάση στον καπιταλισμό και εκφράζεται είτε με την απόλυτη μείωση του μισθού συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο, είτε με μείωση σε σχέση με τον παραγόμενο πλούτο.
Δηλαδή, ακόμα κι όταν υπάρξει σε μια επιχείρηση ή σε έναν κλάδο μια αύξηση στους καταβαλλόμενους μισθούς με δεδομένη την αύξηση της παραγωγικότητας και της κερδοφορί
ας, και πάλι οι απολαβές για τους εργάτες θα είναι μειωμένες σε σχέση με τον πλούτο που παρήγαγαν, γιατί έτσι εξασφαλίζεται η διευρυμένη αναπαραγωγή των κερδών, γεγονός που κρίνει την «επιβίωση» του κάθε καπιταλιστή σε σχέση με τους ανταγωνιστές του.
Συνεπώς, η πάλη της εργατικής τάξης για την εξασφάλιση μιας ζωής χωρίς στερήσεις, μιας ζωής με βάση τις σύγχρονες δυνατότητες, τη φέρνουν σε σύγκρουση με την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία.
Ομως, η ζωή της εργατικής τάξης δεν κρίνεται μόνο από τις απολαβές της, αλλά από πολλά περισσότερα, π.χ. από τον ημερήσιο χρόνο εργασίας της.
Σήμερα είναι τέτοιες οι δυνατότητες της παραγωγής που προκύπτουν από την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, που θα επέτρεπαν μια γενικευμένη μείωση του εργάσιμου χρόνου και προφανώς την εξασφάλιση της σταθερότητάς του για όλους τους εργαζόμενους.
Αντί όμως για κάτι τέτοιο, οι νέες δυνατότητες της παραγωγικής διαδικασίας αξιοποιούνται σε αντιδραστική κατεύθυνση από τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, γιατί αυτό επιβάλλει το κυνήγι του κέρδους τους.
Αντί για σταθερό και μάλιστα μειωμένο ημερήσιο χρόνο κυριαρχούν οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, τα ωράρια – λάστιχο, η εντατικοποίηση κ.λπ.
Πρόκειται για «ρυθμίσεις» που επιτρέπουν συνολικά στην αστική τάξη να αποσπά μεγαλύτερο κέρδος από κάθε εργαζόμενο με τη χαμηλότερη δυνατή αμοιβή.
Η πραγματικότητα αυτή, όπως αποτυπώνεται στα στατιστικά στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗΣ, με τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων προσλήψεων να είναι ελαστικής μορφής δεν είναι μια προσωρινή παραφωνία στην κατά τα άλλα ομαλή «αγορά εργασίας».
Είναι πλέον καθεστώς και γενικεύεται σε όλες τις χώρες, ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις τους και τους ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι σύγχρονες ανάγκες σε Υγεία, Πρόνοια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους τους εργαζόμενους δεν υπονομεύονται επειδή ο σημερινός ή ο προηγούμενος υπουργός Υγείας είναι ανίκανος ή διεφθαρμένος.
Υπονομεύονται, καταρχήν, από το γεγονός ότι η Υγεία και το φάρμακο στον καπιταλισμό είναι πεδίο χρυσοφόρων επενδύσεων, αποτελούν εμπορεύματα και αυτόν το δρόμο ανάπτυξης υπηρετούν διαχρονικά όλες οι αστικές κυβερνήσεις.
Η επιχειρηματική δράση, η καπιταλιστική ιδιοκτησία και σε αυτόν τον τομέα εμποδίζουν την οργάνωση συστήματος πρόληψης με απρόσκοπτη την πρόσβαση σε τέτοιες υπηρεσίες από όλες τις εργατικές – λαϊκές οικογένειες.
Το αστικό κράτος, που λειτουργεί για λογαριασμό του κεφαλαίου, δεν διαθέτει κρατικό χρήμα για τις δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες Υγείας, και έτσι σπρώχνεται «πελατεία» στις ιδιωτικές μονάδες.
Τα παραπάνω ενδεικτικά παραδείγματα αναδεικνύουν το δρόμο που πρέπει να βαδίσει η εργατική τάξη, για να κατακτήσει την πλέρια ικανοποίηση των αναγκών της.
Αυτή η συζήτηση πρέπει να φτάσει ιδιαίτερα στους νέους εργαζόμενους, που δεν έζησαν δικαιώματα και κατακτήσεις προηγούμενων γενεών και βλέπουν αυτές οι κατακτήσεις να λοιδορούνται από τις κυβερνήσεις και το κεφάλαιο.
Να απαντιέται η επιχειρηματολογία που “χρεώνει” τη σημερινή υποχώρηση στην ύπαρξη προηγούμενα “παράλογων προνομίων”. Εχει σημασία να κατανοείται ότι η συγκυρία στην καπιταλιστική ανάπτυξη που επέτρεψε ορισμένες “παροχές”, δικαιώματα και κατακτήσεις, κάτω από διαφορετικούς όρους καπιταλιστικής ανάπτυξης, διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων και την ίδια την πάλη του εργατικού κινήματος, ως προς όλες τις παραμέτρους της, έχει περάσει. Οτι σήμερα χρειάζεται πάλη, ακόμα και για το ελάχιστο, που να συνδέεται με τη συνολικότερη πάλη, την αντιπαράθεση με τη στρατηγική του κεφαλαίου».
Η έννοια «σύγχρονες ανάγκες» για την εργατική τάξη συχνά αντιμετωπίζεται χλευαστικά και ακούγεται από διάφορα χείλη ότι σήμερα ο λαός και ειδικά η νεολαία «έχουν» πολύ περισσότερα απ’ όσα είχαν προηγούμενες γενιές…
Είναι όμως έτσι; Καταρχάς, είναι αντικειμενική η τάση να αυξάνονται οι σύγχρονες ανάγκες κι αυτό οφείλεται στην άνοδο της παραγωγικότητας και στα επιτεύγματα της επιστήμης σε όλους τους τομείς.
Έτσι εξηγείται π.χ. το γεγονός ότι σήμερα κανείς δεν θεωρεί «πολυτέλεια» την προμήθεια ενός νοικοκυριού με τις στοιχειώδεις ηλεκτρικές συσκευές, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πριν από μερικές δεκαετίες.
Αυτό δείχνει ότι οι «ανάγκες» καθορίζονται σε κάθε ιστορική φάση από τη διαφορά αυτού που πραγματικά μπορεί να προσφέρει η παραγωγή στην κοινωνία και αυτού που τελικά απολαμβάνει η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία.
Για παράδειγμα, σήμερα όλοι μπορούν να έχουν
μόνιμη και σταθερή δουλειά, με σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, 8ωρο ή 7ωρο, με τάση μείωσης όσο ανεβαίνει η παραγωγικότητα. Να εξασφαλίζεται αξιοπρεπής σύνταξη, στα 60 χρόνια για τους άνδρες και στα 55 για τις γυναίκες και με 5 έτη λιγότερα για όσους εργάζονται σε Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα.
Να εξασφαλίζεται η υγιεινή και η ασφάλεια στη δουλειά, η προστασία από ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες. Να είναι απολύτως δωρεάν η Πρόνοια, η Υγεία και η Περίθαλψη.
Να υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για να μπορούν όλοι να έχουν ψυχαγωγία, ανάπαυση, καλοκαιρινές διακοπές. Να καλύπτονται όλες οι οικογένειες με ασφαλή κατοικία με ηλεκτροδότηση, ύδρευση και θέρμανση. Να μπορούν να μετακινούνται απρόσκοπτα με τις συγκοινωνίες.
Να έχουν όλα τα παιδιά αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Εκπαίδευση, με αναβαθμισμένο περιεχόμενο. Η εξέλιξη της παραγωγής και της επιστήμης επιτρέπει να πάψει η ταλαιπωρία για τα ΑμεΑ, να έχουν μια στοιχειωδώς ποιοτική ζωή, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα.
Βεβαίως, οι εργατικές – λαϊκές ανάγκες επεκτείνονται σε όλη τη σφαίρα της ζωής και της κοινωνικής δραστηριότητας, και, στο βαθμό που γίνονται αντικείμενο ταξικής διεκδίκησης, συμβάλλουν στη συσπείρωση και πάλη με προοπτική την ανατροπή της σημερινής βαρβαρότητας
Σε αυτή την κατεύθυνση θα σπάει το κλίμα της απογοήτευσης, η λογική του δε γίνεται τίποτα. Όταν το κίνημα έχει αυτή την προοπτική τότε και η κάθε μάχη είναι βήμα στην οργάνωση των εργαζομένων και στην ενδυνάμωση και τη δημιουργία σωματείων.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι βιομήχανοι απαιτούν συναίνεση από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν το δρόμο των μονοπωλίων και φυσικά των παρατάξεών τους και των ανθρώπων τους μέσα στα συνδικάτα.
ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ, ΑΝΕΛ ψήφισαν το 3ο μνημόνιο που σφαγιάζει το λαό και τώρα καλούν και το λαό να συναινέσει στη σφαγή του. Θέλουν και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στο άρμα για να επιτευχθεί η ανάπτυξη των κερδών, να περάσουν τα νέα μέτρα χωρίς αντιδράσεις, χωρίς κίνημα διαμαρτυρίας, εμπόδια.
Δηλαδή να βάλει την υπογραφή του στα μνημόνια διαρκείας και ο ίδιος ο εργαζόμενος λαός με τη στάση του. Το κυριότερο είναι, ότι θέλουν να κρύψουν την αλήθεια, ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική προοπτική.
Αυτό το βρώμικο ρόλο έπαιζαν και παίζουν οι δυνάμεις που αποτελούν τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό (ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ΜΕΤΑ), έφερναν τις απαιτήσεις των εργοδοτών μέσα στις εργατικές οργανώσεις, έβαζαν τους εργαζόμενους να στηρίζουν ξένα συμφέροντα, να υιοθετούν τις θεωρίες τους.
Το ζήσαμε έντονα στην αρχή της εκδήλωση της κρίσης ότι για την κρίση φταίνε τα δικαιώματα μας που ήταν πάνω από τις δυνατότητες και τη δουλειά μας και ότι για το κλείσιμο των επιχειρήσεων φταίνε οι αγώνες μας και οι διεκδικήσεις μας.
Ότι τελικά η κρίση δεν είναι του καπιταλισμού και ότι με άλλη διαχείριση μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Σήμερα δίνουν χρόνο και χώρο στην κυβέρνηση, βάζουν εμπόδια στην οργάνωση των αγώνων, καλλιεργούν την ηττοπάθεια και καλούν σε στοίχιση και συναίνεση με τους εργοδοτικούς σκοπούς.
Δεν είναι μόνο ότι η ΓΣΕΕ πήρε μέρος στον κοινωνικό διάλογο υπογράφοντας κοινά πορίσματα και κοινές ανακοινώσεις με τον ΣΕΒ και την κυβέρνηση. Σε μεγάλα συνδικάτα σε στρατηγικούς χώρους που κυριαρχούν αυτές οι δυνάμεις: ΟΜΕ-ΟΤΕ, ΓΕΝΟΠ – ΔΕΗ, ΟΤΟΕ, κ.α., οι ανακοινώσεις τους δεν ξεχωρίζουν ούτε φραστικά από τις ανακοινώσεις των εταιρειών, τις περισσότερες φορές μιλάνε αυτοί για λογαριασμό τους. Πχ. Χαλυβουργεια ΑΓΕΤ
Σε αυτή την κατεύθυνση έδωσαν τη μάχη οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ προσπαθώντας να γίνεται πράξη στο πρόγραμμα δράσης και στο πλαίσιο αιτημάτων του κάθε σωματείου, στις προτάσεις που έκαναν στο Εργατικό Κέντρο.
Έτσι μπόρεσαν να δώσουν ουσιαστικά τη μάχη για την οργάνωση των εργαζομένων στο χώρο δουλειάς και στον κλάδο. Να γίνει η πάλη για το κάθε πρόβλημα υπόθεση, πρώτα και κύρια, των ίδιων των εργαζομένων, να πιστέψουν στη δύναμή τους.
Με αυτό το πνεύμα πρωτοστάτησαν σε κάθε μάχη. Στις πανελλαδικές απεργίες όργωσαν τους χώρους δουλειάς παλεύοντας να απεργήσουν και να συγκρουστούν όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι.
Πήραν πρωτοβουλίες για να γίνουν οι απεργιακές μάχες κινητοποιήσεις που θα στείλουν μήνυμα ξεσηκωμού σε όλους τους εργαζόμενους, διοργανώνοντας απεργιακές συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, πικετοφορίες.
Διοργάνωσαν στο Βόλο συλλαλητήρια μπροστά στις πανελλαδικές κινητοποιήσεις. Έδωσαν τη μάχη να γίνει υπόθεση του κάθε
σωματείου η μεγάλη πρωτοβουλία για τις Συλλογικές Συμβάσεις φέρνοντας το θέμα σε κάθε σωματείο.
Βρέθηκαν στο πλευρό των ξεριζωμένων από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους προσφύγων. Μακριά από λογικές φιλανθρωπίας, άπλωσαν το χέρι σε αυτούς που σύντομα θα είναι κομμάτι της Εργατικής Τάξης της χώρας μας, που σήμερα το κυνήγι του κέρδους έκαψε τα σπίτια τους και αύριο θα τους εντάξει στην παραγωγή σαν ακόμα πιο φθηνό εργατικό δυναμικό.
Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις να είναι μαζί μας στη μάχη για τα δικαιώματά μας, αντί να χρησιμοποιηθούν από τα αφεντικά μας σαν μοχλός πίεσης για τη συρρίκνωσή τους.
Στον αντίποδα η γραμμή πάλης της πλειοψηφίας κινήθηκε στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η αιτία που προβάλουν για την αντεργατική πολιτική είναι η επιβολή μέτρων “απ’ έξω” κρύβοντας ότι αυτά είναι στρατηγικές επιλογές πρώτα και κύρια του ελληνικού κεφαλαίου, τις οποίες προώθησαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και συνέχισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υλοποιώντας τα 2 πρώτα μνημόνια, ψηφίζοντας όλοι μαζί και το 3ο.
Θεωρούν ότι τα μέτρα εξυπηρετούν παρεμπιπτόντως και την κερδοφορία αλλά σαν ουσία του προβλήματος βάζουν το ότι η χώρα έχει χάσει την ανεξαρτησία της. Η κριτική στους βιομήχανους γίνεται μόνο στο βαθμό που καταπατούν την εργατική νομοθεσία, λες και αν την τηρούν δεν υπάρχει εκμετάλλευση και δεν ζουν με στερήσεις οι εργάτες.
Η κριτική στην κυβέρνηση γίνεται από τη σκοπιά του ότι υποτάχθηκε στους ξένους και όχι ότι υπηρετεί τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών. Η πολιτική της δεν είναι αντιλαϊκή αλλά καταστροφική και αντιαναπτυξιακή που, όπως λένε, πλήττει όλες τις τάξεις.
Άρα ο αγώνας στον οποίο καλούν απέναντι σε αυτή την πολιτική, είναι ένας αγώνας στον οποίο εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, τα “καλά” αφεντικά και οι εργάτες θα πολεμήσουν για την ανεξαρτησία της χώρας.
Αυτή είναι η “αγωνιστική’ παραλλαγή της προπαγάνδας του κεφαλαίου, της κυβέρνησης και των κομμάτων του συστήματος της εκμετάλλευσης, που καθημερινά μας λένε “όλοι μαζί να βάλουμε πλάτη για να βγούμε από την κρίση”, τη στιγμή που τα βάρη της τα έχουν φορτωθεί οι εργάτες με δραματική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου.
Έτσι και πρακτικά στα πλαίσια διεκδίκησης αντί να προτάσσουν τα δικαιώματα και τις δουλειές των εργαζομένων, ζητούν να ικανοποιηθούν αιτήματα των εργοδοτών, όπως ενεργειακά, φορολογικά, χωροταξικά και συνολικά περνάνε διαχειριστική λογική.
Έτσι υιοθετούν στην ουσία το βασικό επιχείρημα της εργοδοσίας ότι αν εμείς πάμε καλά εσείς θα έχετε δουλειά. Στην πραγματικότητα, διεκδικούν ένα διαφορετικό διαχειριστικό μείγμα του συστήματος της εκμετάλλευσης.
Έτσι η διέξοδος που τελικά προτείνουν είναι να φύγει αυτή η κυβέρνηση και να έρθει μια άλλη που θα διαχειριστεί με αυτό τον τρόπο την καπιταλιστική οικονομία.
Έτσι ακριβώς έκαναν και όταν, μέχρι μόλις λίγο καιρό πριν, αγωνιζόντουσαν υπέρ της σημερινής κυβέρνησης , στηρίζοντας την κυβερνητική εναλλαγή που συνέχισε το αντεργατικό έργο των προηγούμενων, έχοντας μεγάλες ευθύνες για τις αυταπάτες που δημιούργησε και την ελπίδα που διαψεύστηκε, σκορπίζοντας τη μοιρολατρία και απογοήτευση σε αγωνιζόμενα τμήματα των εργαζομένων.
Αυτό ακριβώς το περιεχόμενο έχει σαν αποτέλεσμα, το εργατικό κέντρο να μην πρωτοστατεί στην οργάνωση των εργατών, να μην παλεύει για να μπαίνουν στη μάχη οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, να συνδικαλίζονται αλλά και να συμμετάσχουν στη ζωή και δράση των σωματείων. Αντίθετα, λειτουργεί με τη λογική της ανάθεσης, παίζει το ρόλο υπηρεσίας που απευθύνονται οι εργαζόμενοι για να τους λύσει το πρόβλημα.
Με δεδομένα αυτά η Δ.Α.Σ. καταψηφίζει το διοικητικό και οικονομικό απολογισμό και καλεί τους αντιπροσώπους των σωματείων να κάνουν το ίδιο.
Καλούμε όλα τα σωματεία πέρα από τις όποιες διαφωνίες μπορεί να έχουμε, να παλέψουμε μαζί για δουλειά και ζωή που να αντιστοιχεί στις ανάγκες και τις δυνατότητες της εποχής μας.
Σας καλούμε όλους να συμμετέχετε την Παρασκευή 7 Απρίλη στις 7 μ.μ. Στην πλατεία Πανεπιστημίου, ημέρα που συνεδριάζει το γιουρογκρουπ για την απόφαση των αντιλαικών μέτρων στο συλλαλητήριο που διοργανώνουν σωματεία, επιτροπές αγώνα και μαζικοί φορείς για να στείλουμε μήνυμα αντίστασης, αλλά πάνω απ όλα αντεπίθεσης διεκδικώντας τα σύγχρονα δικαιώματά μας.