Εκδήλωση «1922, οι πρόσφυγες στο Βόλο. Η στάση του εργατικού κινήματος και η δράση του ΚΚΕ»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ την ανακοίνωση, όπως έφτασε στο e-Volos.gr:
Πραγματοποιήθηκε με μεγάλη συμμετοχή στο Πολιτιστικό Κέντρο Ν. Ιωνίας η εκδήλωση της Τ.Ε. Βόλου του ΚΚΕ με τίτλο: «1922, οι πρόσφυγες στο Βόλο. Η στάση του εργατικού κινήματος και η δράση του ΚΚΕ»
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκάλεσε η έκθεση φωτογραφιών και αρχειακού υλικού της εποχής για την ιστορία των προσφύγων, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με την ομιλία του Βασίλη Μεταξά, γραμματέα της Τ.Ε. Βόλου του ΚΚΕ. Αμέσως μετά παρουσιάστηκε ένα συγκλονιστικό μουσικοθεατρικό σκετς με τραγούδια από τη Σμύρνη και ανάγνωση μαρτυριών από τη ζωή και τα βάσανα των προσφύγων του Βόλου. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε όταν η χορευτική ομάδα της Ένωσης Ποντίων Μαγνησίας ανέβηκε στη σκηνή και χόρεψε λαϊκά ποντιακά τραγούδια, με το χειροκρότημα να είναι παρατεταμένο.
Αποσπάσματα από την ομιλία:
Αγαπητές φίλες, φίλοι,
Σύντροφοι και συντρόφισσες,
Πραγματοποιούμε τη σημερινή εκδήλωση με τίτλο «1922, οι πρόσφυγες στο Βόλο. Η στάση του εργατικού κινήματος και η δράση του ΚΚΕ», για να φωτίσουμε κάποιες βασικές πλευρές μόνο, όσες μπορούμε σε μια εκδήλωση, της ιστορίας μας, της ιστορίας του Κόμματός μας και του εργατικού κινήματος στην περιοχή μας. Και αυτό ακριβώς είναι η ιστορία των προσφύγων που έφτασαν στον Βόλο ως αποτέλεσμα της μικρασιατικής εκστρατείας, είναι κομμάτι της ιστορίας του κινήματος και του Κόμματος και έτσι την αντιμετωπίζουμε.
Ασφαλώς τα χρόνια πέρασαν, οι οικογένειες «ανακατεύτηκαν», μετακινήθηκαν, αλλά για εμάς χρειάζεται να παραμείνει άσβεστη αυτή η ιστορία, γιατί τα διδάγματά της αφορούν όλη την εργατική τάξη και κυρίως επειδή μπορεί να πέρασαν τα χρόνια, αλλά οι αιτίες, οι ένοχοι για την προσφυγιά, τον πόλεμο, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, παραμένουν και φέρνουν νέα δεινά στο λαό μας και στους λαούς της περιοχής.
Εξαρχής θέλουμε να ευχαριστήσουμε τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που παρά τα αυξημένα καθήκοντα στην καθημερινή πάλη και δράση, ιδίως μπροστά για την προετοιμασία της απεργίας της 8ης Δεκέμβρη, επιμελήθηκαν και παρουσιάζουν ένα σύντομο μουσικο-θεατρικό σκετς και ιδιαίτερα θέλουμε να ευχαριστήσουμε την Ένωση Ποντίων Μαγνησίας για την ευγενική της συνδρομή στη σημερινή μας εκδήλωση με την χορευτική ομάδα της.
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο Βόλο κατά βάση τις χρονιές 1921-1924 ήταν ένα τμήμα των 1.500.000 Ελλήνων που διώχθηκαν από τις εστίες τους στο δυτικό και βορειοδυτικό τμήμα της τουρκικής περιοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως αποτέλεσμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενός Πολέμου που ξεκίνησε το 1914, αλλά κυοφορούνταν χρόνια πριν μέσα στη μήτρα του καπιταλισμού, την περίοδο δηλαδή που η αστική τάξη είχε ανατρέψει την φεουδαρχία – το προηγούμενο εκμεταλλευτικό κοινωνικό και οικονομικό σύστημα και είχε πάρει την εξουσία εφαρμόζοντας τις νέες, τις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις – και που είχε περάσει στο τελευταίο και ανώτατο στάδιό του, το ιμπεριαλιστικό. Το στάδιο κατά το οποίο μεταξύ άλλων, στην οικονομία κυριαρχούν τα μονοπώλια, που πλέον αποκτά πρωταρχικό ζήτημα για αυτά η εξαγωγή κεφαλαίων σε σχέση με την απλή εξαγωγή εμπορευμάτων και που συγκροτούνται διεθνείς ενώσεις τους με σκοπό το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών, ανάλογα φυσικά με την ισχύ του κάθε μονοπωλίου και της κάθε ένωσης. Από τα αδιέξοδα που δημιουργεί αυτό το σύστημα εξαιτίας των περιοδικών οικονομικών κρίσεων και της αδυναμίας να λυθεί το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών με «συμφωνίες κυρίων», από τη μήτρα αυτή γεννήθηκε το τέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά μια έννοια, λοιπόν, ο Πόλεμος εκείνος, ο πιο καταστροφικός και γενικευμένος που είχε δει μέχρι τότε η ανθρωπότητα, «εγκαινιάζει» με τον πιο ωμό, ανελέητο και κυνικό τρόπο την εποχή του καπιταλισμού που ζούμε μέχρι και σήμερα.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας του Παγκόσμιου Πόλεμου και επειδή στις μάχες δεν είναι οι καπιταλιστές που πολεμάνε για τα συμφέροντά τους, αλλά βάζουν τους λαούς να το κάνουν, βασικό στοιχείο της προετοιμασίας του ήταν και την προσπάθεια της κάθε αστικής τάξης να φανατίσει το λαό στη χώρα της, να μεγαλώσει το μίσος τους για τις αντίπαλες χώρες, με τον αντίστοιχο ιδεολογικό και πολιτικό πολυπλόκαμο μηχανισμό, ώστε να δεχτεί να γίνει κρέας για τις πολεμικές αναμετρήσεις όταν και όπου απαιτηθεί. Κηρύγματα και βερμπαλισμοί για το «ένδοξο έθνος», τους «άτιμους εχθρούς της πατρίδας», κινητοποίηση μέχρι και καλλιτεχνών, διανοούμενων, της θρησκείας, προβοκάτσιες και άλλα μέσα όλα επιστρατεύονται και ευθυγραμμίζονται με την πολεμική προπαγάνδα.
Αυτή την περίοδο της προετοιμασίας διεξήχθη μεγάλη διαπάλη στο στρατόπεδο των εκπροσώπων της εργατικής τάξης, των σοσιαλδημοκρατών εκείνης της εποχής, όπως ονομάζονταν τότε όσοι πάλευαν για την σοσιαλιστική επανάσταση και τον κομμουνισμό, των μαρξιστών. Ένα τμήμα, που κράτησε τον τίτλο σοσιαλδημοκράτες, τίτλο και πολιτική που κουβαλάει με διαδοχικές μεταλλάξεις μέχρι σήμερα, πρόδωσε την εργατική τάξη, συντάχτηκε πλήρως με την αστική τάξη της χώρας του, έγινε ενεργός συμμέτοχος στην πολεμική προετοιμασία των μονοπωλίων και στην αποχαύνωση των λαϊκών στρωμάτων για να χύσουν το αίμα τους στον επερχόμενο πόλεμο. Το συνεπές τμήμα, οι κομμουνιστές, με επικεφαλής το κόμμα των μπολσεβίκων και τον Λένιν, διακήρυξαν έγκαιρα, από το 1912, δύο χρόνια πριν την έναρξή του, ότι ο επερχόμενος πόλεμος θα είναι ιμπεριαλιστικός από όλες τις μεριές και ότι το καθήκον της εργατικής τάξης θα είναι να μετατρέψουν τον πόλεμο αυτόν σε πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη της χώρας τους. Θέση που τήρησαν με συνέπεια και όταν ξέσπασε ο πόλεμος, παρά τις διώξεις, τα έκτακτα μέτρα εναντίον τους από τις κυβερνήσεις. Θέση που παρά την προδοσία της πλειοψηφίας των εκπροσώπων των εργατών, παρά τις απειροελάχιστες δυνάμεις των κομμουνιστών στις χώρες τους, είχε πολλαπλάσια επίδραση στους λαούς, γιατί ήταν θέση σωστή, ταξική υπέρ των συμφερόντων της εργατικής τάξης, γιατί επιβεβαιώθηκε γρήγορα στην πράξη. Είναι χαρακτηριστικό για το μέγεθος της απήχησης ότι υιοθετήθηκε και στις πιο αντίξοες συνθήκες, ακόμα και μέσα στο στράτευμα και μάλιστα των χωρών στις οποίες οι σοσιαλδημοκράτες είχαν το πάνω χέρι, με πιο τρανταχτό παράδειγμα την ανακωχή στο δυτικό μέτωπο ανάμεσα σε τμήματα Γερμανών και Άγγλων, αλλά και Γάλλων, που σε ορισμένες περιπτώσεις βάφτηκαν στο αίμα με παρέμβαση των ανώτερων αξιωματικών τους.
Ασφαλώς πλήρης και οριστική επιβεβαίωση της ορθότητας αυτής της θέσης ήταν η νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση, το 1917 στη Ρωσία. Αποδείχτηκε στην πράξη ότι την ειρήνη προς όφελος των λαών και όχι μια ειρήνη με το πιστόλι στον κρόταφο, μπορεί να την επιβάλλει μόνο η εργατική τάξη που παίρνει την εξουσία σε συμμαχία με τα άλλα καταπιεσμένα στρώματα της πόλης και του χωριού. Αυτό έγινε στη Ρωσία. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο διάταγμα της νέας εξουσίας είναι το Διάταγμα για την Ειρήνη. Αποδείχτηκε στην πράξη ποια πρέπει να είναι η προετοιμασία από μεριάς του εργατικού και επαναστατικού κινήματος μπροστά σε έναν επερχόμενο πόλεμο, ποια η γραμμή πάλης του κινήματος που πρέπει να παλεύεται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και διώξεις, φυσικά με κλιμάκωση, με προσαρμογές που όμως δεν θα ξεφεύγουν από τη βασική κατεύθυνση.
Γιατί, όμως, αυτή η ανάλυση; Τι σχέση έχει με τους πρόσφυγες του 1922;
Είναι απαραίτητο να εξεταστούν στη σωστή βάση οι συνθήκες που οδήγησαν στην μικρασιατική εκστρατεία και την έκβασή της για να μπορέσουμε να βγάλουμε και το σωστό συμπέρασμα. Ειδάλλως, θα κυριαρχούν απλουστευτικές ερμηνείες που στόχο έχουν να καλύψουν τους πραγματικούς ενόχους, πρώτα και κύρια από τα θύματά τους.
Αν δεν εξετάσουμε στη σωστή βάση τις συνθήκες της εποχής, δεν θα αντιληφθούμε ότι ο λόγος που η κυβέρνηση Βενιζέλου παίρνει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και μάλιστα όχι από την αρχή του πολέμου, ήταν ότι το ελληνικό κεφάλαιο είχε μέχρι και οργανική σύνδεση με το γαλλικό και το αγγλικό και ότι η ελληνική αστική τάξη «κλήθηκε» να συνεισφέρει όταν το απαίτησε η μεταφορά του πολέμου και πιο νοτιοανατολικά. Φυσικά με το αζημίωτο για αυτήν, με αντάλλαγμα όμως ανάλογο της οικονομικής της ισχύος, σαφώς μικρότερης από τα κεφάλαια των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Έτσι, τον Γενάρη του 1919, η υπόσχεση των ανατολικών παραλίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ελληνική κυβέρνηση, έρχεται με τον βασικό όρο της κυριαρχίας των γαλλικών και αγγλικών μονοπωλίων σε αυτή την αγορά. Έτσι, είναι αδιάφορο για τη Γαλλία και την Αγγλία, αν η επικυριαρχία γίνεται από τον ελληνικό στρατό. Εφόσον, διασφαλίζεται το κύριο για αυτούς και εφόσον οι ένοπλες δυνάμεις της Ελλάδας μπορούν να το επιβάλλουν, τότε δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Όπως δεν έχουν κανένα πρόβλημα, όταν τον επόμενο χρόνο, το ένοπλο πια κίνημα της αστικής τάξης της Τουρκίας με επικεφαλής τον Κεμάλ, φαίνεται ότι μπορεί να είναι επίσης τοποτηρητής αυτών των συμφερόντων τους. Το μόνο που έμενε ήταν να δοκιμαστεί στην πράξη το ποιος είναι ο πιο ικανός. Και φάνηκε. Το αίμα που χύθηκε για αυτή τη «δοκιμή» φανερώνει ότι τα συμφέροντα των μονοπωλίων πάνε μαζί με την αιματοχυσία των λαών. Η ελληνική κυβέρνηση, για λογαριασμό της αστικής τάξης της χώρας συμμετέχει σε αυτή την αιματοχυσία.
Τα χρόνια εκείνα το νεαρό τότε ΚΚΕ (θυμίζουμε ότι η ίδρυση του ΣΕΚΕ γίνεται το Νοέμβρη του 1918, στη λήξη του Παγκοσμίου Πολέμου και παραμονές της μικρασιατικής εκστρατείας) εξαρχής τάσσεται με τη συνεπή πλευρά των κομμουνιστών στο ζήτημα του πολέμου. Με την απόβαση του στρατού στη Σμύρνη, αποκάλυπτε το χαρακτήρα της εκστρατείας και την εκμετάλλευση του δίκιου των καταπιεζόμενων Ελλήνων της Μικράς Ασίας για ελευθερία, για σκοπούς ιμπεριαλιστικούς και κατακτητικούς. Προειδοποίησε το λαό για τις συνέπειές του και πάλεψε, με όλες τις δυνάμεις του, για να τον αποτρέψει, αψηφώντας τις άπειρες διώξεις (φυλάκιση ολόκληρης της ΚΕ του ΣΕΚΕ, φυλακίσεις και εξορίες στελεχών του), που υπέστη γι’ αυτήν τη συνεπή στάση του απέναντι στην εργατική τάξη και το λαό της Ελλάδας. Ετσι, στηριγμένο στη μαρξιστική – λενινιστική θεωρία, αν και νεαρό τότε κόμμα με λιγοστές δυνάμεις, πάλευε ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τις κατακτητικές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, που μόνο δεινά φόρτωνε το λαό. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμησή του για τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν σύσσωμη η αστική τάξη πανηγύριζε για την υπογραφή της.
Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) όχι μόνο καταγγέλλει τη Συνθήκη, αλλά προειδοποιεί το λαό για τους κινδύνους που περικλείει για νέους πολέμους, μπαίνοντας μπροστά στην πάλη για την πραγματική ειρήνη που ποθούσε ο λαός. Η ημι-παράνομη και παράνομη δράση του ΚΚΕ γινόταν τόσο στην πρώτη γραμμή, μέσα στον αστικό στρατό από τους κομμουνιστές και πρωτοπόρους εργάτες που ήταν φαντάροι, όσο και στα μετώπισθεν, αυτοτελώς αλλά και μέσα στο εργατικό κίνημα.
Στο μικρασιατικό μέτωπο συγκροτήθηκε η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των κομμουνιστών στρατιωτών, με στόχο τη διαφώτιση των στρατιωτών του μετώπου, αναδεικνύοντας τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών συμμάχων της με την τυχοδιωκτική μικρασιατική εκστρατεία, από τη μια πλευρά, και τα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα, από την άλλη. Βγάζει προκηρύξεις και οργανώνει τους φαντάρους και τους κατώτερους αξιωματικούς κύρια. Μέσα από τη δράση αυτή που συνεχίστηκε και μετά τη λήξη του πολέμου, στις «Ενώσεις των Παλαιών Πολεμιστών», θα αναδειχτούν αγωνιστές του λαϊκού κινήματος. Μια από τις ηγετικές μορφές του εργατικού κινήματος της χώρας και της περιοχής μας, ο Μήτσος Παπαρήγας, μέλος του Π.Γ. του ΚΚΕ, προέρχεται από αυτόν τον χώρο.
Στα μετόπισθεν το Κόμμα πρωτοστατεί επίσης στην ανάδειξη του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του πολέμου και στην πάλη να μην περάσει στο λαό η προπαγάνδα της αστικής τάξης και των οπορτουνιστών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μεταξύ άλλων δράσεων και στην πόλη μας ήταν η διοργάνωση του συλλαλητηρίου της Πανεργατικής, στις 15 Φλεβάρη του 1921, ως απάντηση στο αποτυχημένο συλλαλητήριο που διοργάνωσαν την προηγούμενη μέρα εθνικιστικοί κύκλοι του Βόλου, ως στήριξη της Κυβέρνησης στην Μικρασιατική εκστρατεία. Τα συνθήματα που κυριαρχούν είναι: «Κάτω ο πόλεμος – Ψωμί, δουλιά», «Ζήτω τα Σοβιέτ». Μάλιστα, η κινητοποίηση αυτή πήρε τα χαρακτηριστικά λαϊκής εξέγερσης, αποκαλύπτοντας την όξυνση των αντιθέσεων και το ανέβασμα των λαϊκών διαθέσεων σε πολεμικές περιόδους και όταν υπάρχει Κομμουνιστικό Κόμμα με σωστή επεξεργασία, αλλά και δυνάμεις ικανές σε αριθμό, ποιότητα και τοποθετημένα σε χώρους που θα μπορούν να καθοδηγήσουν ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης πρώτα και κύρια.
Η άφιξη, λοιπόν, των προσφύγων στο Βόλο, βρίσκει το ΚΚΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα σε αυτόν τον αγώνα, διωγμένο για τη συνεπή στάση του. Είναι ενδεικτικό το κύμα καταστολής μετά την κινητοποίηση της Πανεργατικής που αναφέρθηκε, αφού τις επόμενες μέρες συνελήφθησαν 119 πρωτοπόροι εργάτες, ανάμεσά τους η ηγεσία του ταξικού κινήματος και του Κόμματος, με τον γραμματέα της οργάνωσης του Βόλου, Σταυράκη, να αυτοκτονεί στη φυλακή μετά από μήνες βασανιστηρίων. Παρόλες τις διώξεις, το Κόμμα πρωτοστατεί με συνέπεια στην κοινή πάλη ντόπιων και προσφύγων.
Τα τρία κύματα των προσφύγων, το πρώτο τον Ιούνη του 1921, το δεύτερο το φθινόπωρο του 1922 και το τρίτο με τις ανταλλαγές το Σεπτέμβρη του 1924, φέρνουν στο Βόλο, ανθρώπους εγκαταλειμμένους, βασανισμένους, οικογένειες διαλυμένες, κατεστραμμένες σε αριθμό περίπου το 30% του πληθυσμού των ντόπιων. Η πλειοψηφία τους είναι από τη Νικομήδεια, τη Σμύρνη και την Προύσσα. Από την πρώτη μέρα ξεκινά ένας αγώνας για την επιβίωση και την επανασύνδεση των οικογενειών. Κινητοποιούνται και δημιουργούνται διάφοροι μηχανισμού με σκοπό τη διαχείριση του προβλήματος και με ό,τι αυτό συνεπάγεται σαν περιεχόμενο στη δράση αυτών των μηχανισμών. Δραστηριοποιείται η εκκλησία, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός και άλλοι φορείς. Ταυτόχρονα ιδρύεται παράρτημα της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων με επικεφαλής τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου Μαγνησίας. Χρήστο Λούλη, που χειρίζεται τον βασικό όγκο των κονδυλίων για τη σίτιση και τη στέγασή τους.
Ο τρόπος αντιμετώπισης των προσφύγων από την πρώτη στιγμή είναι απάνθρωπος. Στο πρόσωπό τους, πρώτα και κύρια η αστική τάξη της περιοχής (όπως και άλλων περιοχών στην υπόλοιπη Ελλάδα) βλέπει το φτηνό εργατικό δυναμικό που χρειάζεται για την αύξηση της κερδοφορίας της και για την τόνωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Έτσι στην απογραφή που θα γίνει το 1923 δίνεται εντολή στους απογραφείς να ξεχωρίζουν τους πρόσφυγες σε «γεωργούς, αστούς και επαγγελματίες» (ειδικευμένους εργάτες). Επίσης ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, συχνά κάνει παρεμβάσεις για τον τρόπο διανομής των προσφύγων. Υπενθυμίζουμε ότι η Αμερικανική Εταιρεία Καπνού έρχεται στο Βόλο εκείνη την περίοδο, η γνωστή Κίτρινη Αποθήκη φτιάχνεται το 1926. Στα πλαίσια αυτά και οι μικροαστοί τους αντιμετωπίζουν ως μέσο κερδοσκοπίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ενοίκια φτάνουν τις 500-600 δραχμές το μήνα, για ένα σπίτι δύο με τρία δωμάτια, ενώ ζητείται προκαταβολή από 6 έως 12 μήνες. Ιδιοκτήτες αντιδρούν για την επίταξη οικημάτων τους που χρησιμοποιούνται για την στέγαση των προσφύγων και ζητούν «να σταματήσει αυτή η κατάσταση και να εφαρμοσθεί ο νόμος…». «Κάθε πρόσφυγας δικαιούται καθημερινώς 20 δράμια ρύζι και 15 δράμια ζάχαρη, ενώ η διανομή γίνεται από τις 2 το μεσημέρι και μέχρι τις 6 το απόγευμα…». Υπάρχουν περίοδοι που διανέμεται ένα είδος την ημέρα. Για παράδειγμα τη μια μέρα διανέμεται βούτυρο και την άλλη ρύζι. Οι πρόσφυγες που τους έχουν τοποθετήσει στις γύρω περιοχές όπως καταγγέλλουν οι ίδιοι «είναι εγκαταλειμμένοι στο έλεος του θεού». Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλές περιγραφές, που φανερώνουν το καθημερινό δράμα των προσφύγων. Κυρίως αυτό που μένει είναι πως η αντιμετώπιση των επίσημων μηχανισμών του κράτους και των άλλων φορέων που συνεργάζονται με το κράτος προς τους πρόσφυγες έχει στόχο την γκετοποίησή τους, να παραμείνουν στην εξαθλίωση, για να μπορούν να είναι το υποκατώτατο τμήμα της εργατικής τάξης. Χαρακτηριστικότερο όλων η έναρξη δημιουργίας του οικισμού, δύο χρόνια μετά την άφιξή τους, φυσικά για ένα τμήμα τους, στον ακατάλληλο χώρο της σημερινής Νέας Ιωνίας. Αναφέρει η Ιατρική Εταιρεία Βόλου, στις 27/7/1923: «ΔΗΛΩΣΙΣ…Η Ιατρική Εταιρεία Βόλου και μετά την ανακοίνωση της επιτροπής του Συνοικισμού των προσφύγων φρονεί δεν είναι ο καταλληλότερος χώρος για την εγκατάστασιν αυτών. Εν πρώτοις δεν πρέπει να λησμονείτε ότι εκεί κατασκήνωσαν προ 6 ετών Ρώσοι πρόσφυγες από τους οποίους τη βοηθεία των κακοήθων πυρετών δεν έμεινε κανείς ο οποίος να πληροφορήση την επιτροπήν πόσο υγιεινόν είναι το μέρος εκείνο. Δεύτερον και κατά την γνώμη των δύο ιατρών την οποίαν εζήτησαν κατόπιν ληφθείσης αποφάσεως, ενώ προ αυτής δεν ηρώτησαν κανέναν, ο χώρος εκείνος προσβάλλεται υπό της ελονοσίας» κτλ. κτλ. Η θνησιμότητα στην περιοχή, δέκα χρόνια μετά, το 1933 είναι στο 50% ανάμεσα στα βρέφη. Με βάση τις καταγραφές οι θάνατοι προέρχονται από «τον υποσιτισμό, την φυματίωση, την πνευμονία, την γρίπη και κανένας από ατύχημα…».
Η διατήρηση των προσφύγων στην εξαθλίωση ως το μέσο για να κρατηθούν ως δεύτερης διαλογής (άρα και πληρωμής) εργάτες έγινε και με την προσπάθεια από την αστική τάξη να χύσει στον ντόπιο πληθυσμό το δηλητήριο του ρατσισμού, του εθνικισμού και της ξενοφοβίας. Αρκετά χρόνια μετά η γκετοποίηση της Νέας Ιωνίας ήταν στην ημερήσια διάταξη. Όπως είπε χαρακτηριστικά μια συντρόφισσα: «Μας έλεγαν, μικρά, για την άλλη πλευρά του ποταμιού. Εγώ έκανα φιλίες με τους πρόσφυγες και πήγα εκεί και είδα ότι δεν ισχύουν αυτά. Μετά βέβαια οργανώθηκα στο Κόμμα και κατάλαβα γιατί τα έλεγαν». Πρωτοστατούν σε αυτή την προσπάθεια οι μετέπειτα φασίστες και εθνικόφρονες, οι απόγονοι των οποίων σήμερα μιλάνε για τα «αδέρφια μας τους μικρασιάτες» και άλλα τέτοια. Τότε τους φώναζαν «τουρκόσπορους», «σαρικοφόρους», «τουρκόγλωσσους», οργάνωναν εμπρησμούς στους καταυλισμούς, οργανωμένες δολοφονικές επιθέσεις και προβοκάτσιες. Ασφαλώς, όπως και τώρα, κάλυπταν το φασιστικό τους πρόσωπο και προσπαθούσαν με ύπουλο τρόπο να ανοίγουν την πληγή για να μολύνουν με τον φασισμό τους. Έλεγαν για παράδειγμα ότι είναι αδέρφια μας, αλλά ότι δεν έχουν μάθει στη δημοκρατία και για αυτό πρέπει να μη θεωρούνται ως κανονικοί πολίτες, να μην ψηφίζουν κτλ. Ή έλεγαν ότι δεν φταίνε αυτοί αλλά έχουν φέρει αρρώστιες μαζί τους και πως αν είναι κοντά στον ντόπιο πληθυσμό θα κολλήσει. Ή πως ήταν χρόνια δίπλα στους μουσουλμάνους και τους Τούρκους και πως θα μεταλλάξουν την ορθόδοξη πίστη των γηγενών και άλλα τέτοια ύπουλα, για να δημιουργούν μεθοδικά την πεποίθηση πως είναι υπάνθρωποι, κατώτεροι κ.ο.κ. Έτσι έκαναν και κάνουν πάντα τα φασιστοειδή.
Το ΚΚΕ παρεμβαίνει από την πρώτη στιγμή. Προσπαθεί να οργανώσει τους πρόσφυγες στα σωματεία, δεν επιτρέπει να περάσει η διαίρεση της εργατικής τάξης, η δημιουργία ξεχωριστών σωματείων προσφύγων εργαζομένων. Στηρίζει τις διεκδικήσεις τους, πρωτοστατεί για να μην περάσουν τα σχέδια της αστικής τάξης, για να κατανοηθεί στην πράξη από τους ντόπιους ότι οι πρόσφυγες είναι τμήμα της εργατικής τάξης, ότι κοινή πρέπει να είναι η πάλη απέναντι στον κοινό εχθρό. Η συνεπής στάση απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία, όχι μόνο δεν απομόνωσε το ΚΚΕ από τους πρόσφυγες, αλλά αντιθέτως η πρωτοπόρα δράση του Κόμματος έκανε την πλειοψηφία των προσφύγων να το ακολουθούν, να ενταχθούν στις γραμμές του. Την τάση αυτή είδαν από νωρίς τα επιτελεία των αστών και εντείνανε τον αντικομμουνισμό τους. Είναι χαρακτηριστικό δημοσίευμα της εποχής: «Ο προσφυγικός κόσμος ποτέ – μα ποτέ, δεν υπήρξεν αριστερός. Εις τας πατρίδας του, η κοινωνική ιεραρχία ήτο ριζωμένη ως θρησκεία μέσα εις τας συνειδήσεις του […] Και οι πλέον γλίσχρως αμειβόμενοι εργάται είχαν την μικροαστικήν νοοτροπίαν των. Το σπιτάκι των , το νοικοκυριό των […] Πώς να εμφιλοχωρήσει ο κομμουνισμός μέσα εις αυτήν την ειδυλλιακώς ισορροπημένην κοινωνικήν ευδαιμονίαν; […] Όχι! Δεν είναι κομμουνισταί οι πρόσφυγες. Και η επιθυμία των είναι να μείνουν δεξιά. Αλλ’ αν συνεχισθή αυτή η κοινωνική τραγωδία των […] τότε και οι πρόσφυγες θα βγουν εις το πεζοδρόμιον έξαλλοι, θα θελήσουν να αναμετρηθούν με το Κράτος…». Προφητικά λόγια. Πρώτη τέτοια αναμέτρηση με το Κράτος στο Βόλο είναι τον Αύγουστο του 1924 όταν μπροστά στον τρίτο χειμώνα σε μια κινητοποίησή τους, που διαβάζοντας τις τοπικές εφημερίδες της πόλης καταλογίζεται στην «παρέμβαση των κομμουνιστών», οι πρόσφυγες μπαίνουν με τη βία στον Συνοικισμό που ακόμα δεν τους έχει παραδοθεί και εγκαθίστανται εκεί. Η Επιτροπή Αποκατάστασης του Λούλη παθαίνει υστερία και απαιτεί «την έξωσιν των προσφύγων από τα καταληφθέντα σπίτια και την διακοπήν κάθε εργασίας στον συνοικισμόν», χαρακτηρίζοντας τους πρόσφυγες «κομμουνιστοαναρχικους».
Τόσα χρόνια μετά και όλα αυτά που ειπώθηκαν θα μπορούσαν να ειπωθούν για το σήμερα με ελάχιστες αλλαγές. Για τα σύννεφα του πολέμου που πυκνώνουν, την προετοιμασία της αστικής τάξης για θερμό επεισόδιο ή και πολεμική αναμέτρηση, για την ελληνική κυβέρνηση και το βάθεμα της συμμετοχής της στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς για λογαριασμό της αστικής τάξης, για την αλλαγή των συμμαχιών με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τουρκία σήμερα, με τους πρόσφυγες που είναι εγκλωβισμένοι στη χώρα, με τη δράση των φασιστοειδών κύρια την ύπουλη δουλειά τους που χρειάζεται να αποκαλύπτεται και να της αντιπαρατεθούν όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα γονείς μιας και στην επικαιρότητα τώρα είναι το ζήτημα της εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων.
Ιδιαίτερα για το ζήτημα του πολέμου, η δική μας προετοιμασία σημαίνει να κατανοηθεί από όσο το δυνατόν πιο πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα των πιο νέων εργαζομένων ότι η πάλη, για την υπεράσπιση των συνόρων, των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, είναι αναπόσπαστη από την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρει η συμμετοχή της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο, το ΚΚΕ πρέπει να είναι έτοιμο να ηγηθεί στην αυτοτελή οργάνωση της εργατικής – λαϊκής αντίστασης, ώστε αυτή να συνδεθεί με την πάλη για την ήττα της αστικής τάξης, τόσο της εγχώριας όσο και της ξένης ως εισβολέα.
Σε αυτές τις συνθήκες δίνουμε τη μάχη με αισιοδοξία και πείσμα. Γιατί όσο κι αν οι σειρήνες της αντίδρασης και του οπορτουνισμού τραγουδάνε το τέλος της ιστορίας, το τέλος της εργατικής τάξης και του κινήματός της, τους απαντάμε ότι δεν θα τους γίνει το χατίρι. Η εργατική τάξη θα ανταποκριθεί αργά ή γρήγορα στον ιστορικό της ρόλο, στην ιστορική της αποστολή.
Η ιστορία, διδάσκει. Η σύνδεση των προσφύγων του 1922 με το ΚΚΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα μετέτρεψε τους εξαθλιωμένους εργάτες με την «μικροαστικήν νοοτροπίαν των», που είχαν ριζωμένη στις συνειδήσεις τους την κοινωνική ιεραρχία ως θρησκεία, σε αγωνιστές της ζωής, με ψηλά το κεφάλι, σε πρωτοπόρους μαχητές του λαϊκού κινήματος. Από εκεί βγήκε η δρακογενιά του 1940-1949 που πήρε τα όπλα δυο φορές, αναμετρήθηκε με τους πιο ισχυρούς στρατούς, κράτησε αναμμένη τη φλόγα της επαναστατικής πάλης τα μετέπειτα χρόνια, μεταλαμπαδεύοντας τη σε εμάς, κρατώντας πρώτα και κύρια το Κόμμα μας, το ΚΚΕ ισχυρό πολιτικά και ιδεολογικά, έτοιμο να υποδεχτεί τα 100 χρόνια ζωής και δράσης του με το σύγχρονο πρόγραμμά του, φορέα του νέου, γεμάτο όρεξη για τις νέες μάχες που έχουμε μπροστά μας και ταυτόχρονα πιο έμπειρο άρα και αξιόμαχο.