Η συγγραφέας Παναγιώτα Μπλέτα μάς συστήνει το νέο της βιβλίο «Πόσο κακό μας κάνει ο ανταγωνισμός;»


Η αξιόλογη συγγραφέας  Παναγιώτα Μπλέτα μίλησε στη Ζούγκλα, με αφορμή το νέο της βιβλίο «Πόσο κακό μας κάνει ο ανταγωνισμός; Ανταγωνισμός εναντίον συλλογικότητας», το οποίο θέτει κοινωνικά, πολιτικά και πνευματικά ερωτήματα και  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγγελάκη.

«Ο ανταγωνισμός αναβλύζει από το φόβο ότι η ύπαρξη του άλλου μειώνει τη δική μου αξία. Είναι έκφραση ελλείμματος νοήματος και απουσίας αυθεντικής ταυτότητας» αναφέρει η Παναγιώτα Μπλέτα και συμπληρώνει: «Ο άνθρωπος που γνωρίζει ποιος είναι, δεν συγκρίνεται — συνδημιουργεί».

Ποια εσωτερική ανάγκη ή ποια κοινωνική εμπειρία σας ώθησε να μιλήσετε δημόσια και αποφασιστικά εναντίον του ανταγωνισμού;

Η ανάγκη αυτή δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας ευαισθητοποίησης, αλλά καρπός βαθιάς και πολυετούς παρατήρησης των συνεπειών που έχει ο ανταγωνισμός στις ανθρώπινες σχέσεις, στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης και, εντέλει, στην ίδια την ψυχοπνευματική μας δομή. Όντας εκπαιδευτικός, ενεργός πολίτης και συνομιλητής με ανθρώπους όλων των ηλικιών, διαπίστωσα ότι ο ανταγωνισμός έχει γίνει πλέον ο αθέατος μηχανισμός που ρυθμίζει τις προσδοκίες, τις συγκρίσεις, τις απογοητεύσεις, ακόμη και την αίσθηση της αξίας. Ένιωσα ότι δεν μπορούμε πλέον να μιλούμε για πολιτισμό, αν δεν αποδομήσουμε τη βαθιά ριζωμένη ιδεολογία του ανταγωνισμού που τον υπονομεύει.

Ο ανταγωνισμός συχνά παρουσιάζεται ως κινητήριος δύναμη της προόδου. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, το «κρυφόκόστος» που πληρώνουμε ως κοινωνία όταν τον αποδεχόμαστε άκριτα;

Το κρυφό κόστος είναι βαρύτατο: χάνουμε τη συλλογικότητα, τη συμπόνια, την ενότητα, την εμπιστοσύνη μας. Εν ονόματι της «προόδου», ο άνθρωπος εκπαιδεύεται να βλέπει τον άλλον ως αντίπαλο και όχι ως συνεργάτη. Και αυτή η οντολογική μετάθεση —από τον άνθρωπο ως εταίρο στον άνθρωπο ως απειλή— διαβρώνει εκ θεμελίων κάθε προοπτική κοινού μέλλοντος. Αν η πρόοδος χτίζεται πάνω στον αποκλεισμό του άλλου, δεν είναι πρόοδος, είναι μια επιμελώς στολισμένη παρακμή.

Στο βιβλίο σας αναδεικνύετε τον ανταγωνισμό ως αντίπαλο της συλλογικότητας. Πώς μπορούμε να ξαναχτίσουμε τον κοινωνικό ιστό πάνω σε αξίες συνεργασίας, χωρίς να παγιδευτούμε σε ουτοπικές αφέλειες;

Ο δρόμος δεν είναι εύκολος, αλλά είναι εφικτός και βαθιά ρεαλιστικός όταν θεμελιωθεί στην παιδεία μας. Δεν μιλώ για εκπαιδευτικά προγράμματα μόνο, αλλά για μια παιδεία καρδιάς και αξιών, όπου το παιδί διδάσκεται να ακούει, να συμπονά, να δημιουργεί μαζί. Πρέπει να αναδείξουμε ως πρότυπο τον άνθρωπο που συν-λειτουργεί, και όχι εκείνον που επιβάλλεται. Ουτοπία είναι να πιστεύουμε ότι θα υπάρξει βιώσιμο μέλλον αν συνεχίσουμε να λειτουργούμε ανταγωνιστικά. Ρεαλισμός είναι να τολμήσουμε να δώσουμε νόημα στις έννοιες της εμπιστοσύνης και της αλληλεγγύης.

Θα λέγατε πως ο ανταγωνισμός είναι σύμπτωμα ενός βαθύτερου υπαρξιακού κενού; Και αν ναι, ποια πολιτισμικά ή παιδευτικά εργαλεία μπορούν να το θεραπεύσουν;

Αναμφίβολα. Ο ανταγωνισμός αναβλύζει από το φόβο ότι η ύπαρξη του άλλου μειώνει τη δική μου αξία. Είναι έκφραση ελλείμματος νοήματος και απουσίας αυθεντικής ταυτότητας. Ο άνθρωπος που γνωρίζει ποιος είναι, δεν συγκρίνεται — συνδημιουργεί. Η θεραπεία αυτής της υπαρξιακής ανισορροπίας δεν είναι απλώς πολιτική ή παιδαγωγική, αλλά πνευματική. Ο πολιτισμός που χρειαζόμαστε δεν είναι της επιτυχίας, αλλά της ενσυναίσθησης. Η παιδεία οφείλει να εισάγει τα παιδιά στην τέχνη του «είμαι» και όχι μόνο στο κυνήγι του «έχω» και του «κερδίζω».

Ποια εμπειρία μέσα από την εμπλοκή σας στα κοινά ή στη δημόσια διοίκηση θεωρείτε πιο αποκαλυπτική για το πώς λειτουργεί ο ανταγωνισμός ως μηχανισμός εξουσίας;

Η πιο χαρακτηριστική εμπειρία είναι η διάχυτη τάση να κρίνεται η αξία ενός ατόμου όχι από την προσφορά του, αλλά από το πόσους «ξεπέρασε» στην πορεία. Οι θεσμοί δομούνται συχνά πάνω σε μία λογική σύγκρουσης και αλληλοεξουδετέρωσης, και αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον βαθιά τοξικό. Ο ανταγωνισμός, στο πεδίο της εξουσίας, δεν είναι πηγή ελέγχου ή βελτίωσης. Είναι ένας μηχανισμός αποπροσωποποίησης — μετατρέπει το έργο σε αριθμό και τον άνθρωπο σε εργαλείο.

Η παιδεία μας, από την προσχολική ηλικία μέχρι τα πανεπιστήμια, είναι δομημένη ανταγωνιστικά. Πώς μπορεί να επανιδρυθεί μια παιδεία που υπηρετεί την ελευθερία και τη συνεργατικότητα;

Με ριζική επανεκκίνηση των αξιακών της βάσεων. Αν δεν αλλάξει η φιλοσοφία του «πρώτος των πρώτων» που κυριαρχεί ήδη από το νηπιαγωγείο, δεν θα αλλάξει και ο κόσμος. Πρέπει να ενισχυθεί η παιδαγωγική του διαλόγου, της συνεργασίας, της κοινής δράσης. Όπου δεν βαθμολογείται μόνο το «αποτέλεσμα», αλλά η πορεία, η συμμετοχή, η προσωπική εξέλιξη. Η ελευθερία στην εκπαίδευση δεν σημαίνει ασυδοσία• σημαίνει σεβασμό στην ιδιαιτερότητα και ταυτόχρονα καλλιέργεια του αισθήματος της κοινότητας.

Το βιβλίο σας μοιάζει να θέτει όχι μόνο κοινωνικά και πολιτικά ερωτήματα, αλλά και πνευματικά. Πιστεύετε ότι ο μετασχηματισμός από τον ανταγωνισμό προς την ενότητα προϋποθέτει και μια μορφή εσωτερικής «μύησης»;

Ναι, απολύτως. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει απλώς με δεδομένα και επιχειρήματα. Αλλάζει όταν κάτι μέσα του μετατοπίζεται, όταν φωτίζεται η καρδιά του, όταν ακούσει έναν άλλον λόγο, διαφορετικό από τον θόρυβο της εποχής. Αυτή η εσωτερική μύηση είναι μια αφύπνιση συνείδησης. Δεν αρκεί να γνωρίζεις τη βλάβη του ανταγωνισμού. Πρέπει να αισθανθείς το κάλεσμα προς κάτι ανώτερο, προς το κοινό καλό ως υπαρξιακό νόημα.

Ποια είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση γύρω από τον ανταγωνισμό που πιστεύετε πως πρέπει να αποδομηθεί;

Η ιδέα ότι ο ανταγωνισμός είναι φυσικός και αναπόφευκτος. Ότι χωρίς αυτόν, ο άνθρωπος θα παρέμενε αδρανής ή άνευ στόχων. Πρόκειται για μια βαθιά εδραιωμένη πλάνη. Ο άνθρωπος, εκ φύσεως, επιθυμεί την πληρότητα — και η πληρότητα δεν κατακτάται με τη νίκη επί του άλλου, αλλά με τη σύνδεση με τον άλλο. Ο δημιουργικός άνθρωπος δεν χρειάζεται να καταστρέψει για να δημιουργήσει. Χρειάζεται χώρο, ελευθερία, και εμπνευσμένες σχέσεις.

Τι ελπίζετε να μείνει στον αναγνώστη όταν κλείσει το βιβλίο; Ποιος σπόρος θέλετε να έχει φυτευτεί μέσα του;

Την αναγνώριση ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος να ζει κανείς. Ότι η υπεροχή δεν είναι αρετή και πως η αληθινή δύναμη δεν βρίσκεται στην επικράτηση, αλλά στην κατανόηση. Αν ο αναγνώστης κλείσει το βιβλίο και αρχίσει να αμφισβητεί το πόσο δεδομένος είναι ο ανταγωνιστικός τρόπος σκέψης, τότε ίσως ένας σπόρος ελευθερίας να έχει φυτευτεί.

Αν είχατε τη δυνατότητα να συνοψίσετε το βιβλίο σας σε μια φράση-πρόσκληση προς την κοινωνία, ποια θα ήταν αυτή;

«Ας ξαναμάθουμε να ζούμε μαζί όχι εναντίον ο ένας στον άλλο».

 



Zougla.gr

Μπορεί επίσης να σας αρέσει