Κήνσορες και θεράποντες: Η χορογραφία της επικαιρότητας


Στη Μαριάννα Πυργιώτη

Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.
Μανόλης Αναγνωστάκης «Σκάκι»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το βιβλίο του Ουμπέρτο Εκο, “Κήνσορες και Θεράποντες”, προσφέρει μια γλαφυρή και ενδελεχή ανάλυση του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία και τα ΜΜΕ διαχειρίζονται την πληροφορία και την επικαιρότητα. Στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, παρακολουθούμε μια διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ των δημοσιολόγων, οι οποίοι προσπαθούν να αναδείξουν ή να υποβαθμίσουν την αλήθεια με γνώμονα πολιτικά και όχι μόνο συμφέροντα. Η έννοια του “κήνσορα”, δηλαδή του αυστηρού κριτή, και του “θεράποντα”, δηλαδή του υποστηρικτή και προστάτη, είναι θεμελιώδης για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο επεξεργαζόμαστε την αλήθεια. Η δημοσιογραφία και τα μέσα ενημέρωσης, είτε στη χώρα μας, είτε σε διεθνές επίπεδο, μοιάζουν να βαδίζουν σε ένα δίχτυ διαρκών αναγκών, συμφερόντων και στρατηγικών.

Η Επικαιρότητα στην Ελλάδα και στον κόσμο

Οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί είναι συχνά αντικείμενο σφοδρών κριτικών και συζητήσεων. Η επικαιρότητα, παρά το γεγονός ότι μπορεί να φαίνεται ως κάτι αμετάβλητο και αντικειμενικό, είναι συχνά το προϊόν μιας στρατηγικής επιλογής. Όπως συμβαίνει με το ζήτημα της τραγωδίας στα Τέμπη, όπου η δημόσια συζήτηση έχει χωριστεί σε δύο βασικά στρατόπεδα. Από τη μία, βρίσκονται εκείνοι που επικρίνουν τις κυβερνητικές επιλογές για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων και τη διαχείριση του τραγικού συμβάντος, ενώ από την άλλη πλευρά, υπάρχουν εκείνοι που επιλέγουν να υπερασπιστούν τις πολιτικές του Υπουργείου Υποδομών, αποδίδοντας την τραγωδία σε μεμονωμένα λάθη και τεχνικά προβλήματα, παραγνωρίζοντας τις βασικές ευθύνες της κρατικής αδιαφορίας και των αποτυχιών σε επίπεδο πολιτικών επιλογών.

Ποιες είναι οι διακυβεύσεις αυτής της δημόσιας συζήτησης;

Εκ πρώτης όψεως, η αντιπαράθεση αυτή φαίνεται να αφορά τη διαχείριση μιας καταστροφής. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η δημόσια συζήτηση εξελίσσεται σε έναν πόλεμο εντυπώσεων. Ποιοι εξυπηρετούνται από το να “κρυφτεί” η πλήρης διάσταση της ευθύνης πίσω από υποκειμενικές κρίσεις και ατομικές αποτυχίες; Και ποιοι ωφελούνται από την κριτική, η οποία φέρνει στο φως τις πιο σκοτεινές πτυχές του συστήματος; Αυτό είναι το πεδίο όπου οι “κήνσορες” και οι “θεράποντες” μάχονται.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Διεθνής επικαιρότητα: Τραμπ, Ουκρανία και Ευρώπη

Το σκηνικό δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα. Στις διεθνείς ειδήσεις, η κατάσταση παραμένει εξίσου γεμάτη αντιφάσεις και συγκρούσεις. Το ζήτημα των δασμών που επέβαλε ο Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και η πολιτική του απέναντι στην Ουκρανία και τη σχέση της με την Ευρώπη, αποτελεί ένα παράδειγμα της εντεινόμενης αναταραχής στη διεθνή πολιτική σκηνή. Η Ε.Ε. βρίσκεται στη δίνη των διαπραγματεύσεων, προσπαθώντας να συντηρήσει μια σταθερή θέση απέναντι στην ανασφαλή και ανεξέλεγκτη πολιτική του Τραμπ.
Εδώ, τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί αναλαμβάνουν ταυτόχρονα ρόλο κήνσορα και θεράποντα: Οι κήνσορες καταγγέλλουν την ανευθυνότητα της αμερικανικής πολιτικής και τη ζημιά στις σχέσεις της Ευρώπης με τις Η.Π.Α., ενώ οι θεράποντες προσπαθούν να διαχειριστούν τις διακρατικές εντάσεις, επαναλαμβάνοντας τις ανάγκες για συνεργασία και συμφωνία, παρά την κούραση και τις προκλήσεις που παραμένουν.

Η Μεγάλη αντίφαση: Τραμπ και Ουκρανία

Αν και η Συρία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας πολιτικής η οποία δείχνει ότι εκπονείται από ανεγκέφαλους γραφειοκράτες της Ευρώπης, εξίσου σημαντική είναι η αντίφαση που διαμορφώνεται γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης απέναντι σε αυτόν. Ο Ντόναλντ Τραμπ, δείχνει ότι είναι ένα ς παίκτης που δύσκολα τα βγάζει κανείς πέρα μαζί του μια και είναι σκληρός στις διαπραγματεύσεις, αποφασιστικός και μιλά και δρα στον ενεστώτα. Από την άλλη, η Ευρώπη, ενώ διακηρύσσει τη στήριξή της στους Ουκρανούς, συχνά επιλέγει να παραμείνει σιωπηλή και αδρανής όταν τίθεται θέμα στρατηγικών επιλογών και ισχυρών συμφερόντων. Γενικώς η Ευρώπη μιλά στονμέλλοντα.

Τα ΜΜΕ, είτε στις ΗΠΑ είτε στην Ευρώπη, διαδραματίζουν τον ρόλο του “κήνσορα”, καταγγέλλοντας την υποκρισία και την εναλλαγή των πολιτικών, ενώ από την άλλη προσπαθούν να εμφανίσουν τον πόλεμο στην Ουκρανία ως μια σύγκρουση που υπερβαίνει τα γεωπολιτικά συμφέροντα και αγγίζει τα ίδια τα θεμέλια της διεθνούς τάξης. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η στάση αυτή καλύπτει την πραγματική επιδίωξη: την απόκτηση ισχύος και τη διεκδίκηση εδαφών και πολιτικών συμφερόντων από τα εμπλεκόμενα κράτη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο εμφύλιος στη Συρία και η ευρωπαϊκή αδιαφορία

Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, που έχει μακροχρόνια εξελιχθεί σε μια μισάνθρωπη διαδικασία, είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο τα διεθνή ΜΜΕ και οι πολιτικοί σχηματισμοί χειρίζονται την ανθρωπιστική κρίση. Η Ευρώπη, για παράδειγμα, που εμφανίζεται συχνά ως προστάτιδα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει δει τη στάση της απέναντι στη Συρία να χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη αποστασιοποίηση και υποκριτική αντιμετώπιση. Από τη μια πλευρά, οι “κήνσορες” – δημοσιογράφοι, πολιτικοί και ακτιβιστές – προσπαθούν να αφυπνίσουν τη συνείδηση της διεθνούς κοινότητας, καταγγέλλοντας τη συνεχιζόμενη δολοφονία αμάχων και την αναλγησία της διεθνούς κοινότητας. Από την άλλη, οι “θεράποντες” – εκείνοι που στηρίζουν τη στάση της Ευρώπης ή ακόμα και την αδράνειά της – επικαλούνται συχνά την πολιτική των «στρατηγικών συμφερόντων», αποδίδοντας την αδιαφορία σε πολιτικές και διπλωματικές ανάγκες, ή ακόμα και σε οικονομικές επιλογές που προτάσσουν την ανάγκη σταθερότητας στην περιοχή.

Πόσες φορές έχουμε ακούσει ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εξηγούν ότι δεν μπορούν να αναλάβουν δράση, διότι οποιαδήποτε στρατιωτική ή πολιτική επέμβαση στην περιοχή θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων ή των εταιρειών τους; Πόσες φορές η Ευρώπη έχει επιλέξει να παραμείνει «ουδέτερη» απέναντι στις φρικαλεότητες, επικαλούμενη μια στρεβλή αίσθηση ρεαλισμού; Αυτή η πολιτική των “θεραπόντων” επαναλαμβάνει με τον καιρό το ίδιο μοτίβο: να συντηρεί μια πολιτική μη επέμβασης, ενώ η κοινωνία των πολιτών καταγγέλλει με φωνές ηχηρές την καταστροφή.

Όμως, αν ρίξουμε μια πιο κριτική ματιά, θα καταλάβουμε ότι αυτή η στάση της Ευρώπης – και της διεθνούς κοινότητας εν γένει – δεν είναι καθόλου αθώα. Οι «κήνσορες» της διεθνούς δικαιοσύνης ενδεχομένως να καταγγείλουν την αδιαφορία του κόσμου για τη Συρία, αλλά η πρακτική του «στρατηγικού συμφέροντος» υπερτερεί της ηθικής. Αυτό συνιστά μια διπλωματική παραδοξότητα: η Ευρώπη να διακηρύσσει την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ ταυτόχρονα να κοιτάζει αλλού όταν τα ίδια τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνται στη Συρία και αλλού.

Η στάση της Ευρώπης απέναντι στους πρόσφυγες και την αποτυχία της ευρωπαϊκής πολιτικής

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της εφαρμογής του «κήνσορα» και του «θεράποντα» είναι η στάση της Ευρώπης απέναντι στους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τις χώρες τους λόγω πολέμου ή καταπίεσης. Ενώ η Ευρώπη επικαλείται την ανθρωπιστική της αποστολή, η πρακτική της απέναντι στους πρόσφυγες είναι αμφιλεγόμενη και υποκριτική. Από τη μία, οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ υιοθετούν μια ρητορική αλληλεγγύης και προσφοράς, προβάλλοντας εικόνες ανθρωπιστικής βοήθειας. Από την άλλη, όμως, τα ΜΜΕ συχνά αναπαράγουν εικόνες φόβου και ανασφάλειας γύρω από την παρουσία των προσφύγων, ενώ οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν αυστηρούς περιορισμούς και πολιτικές αποτροπής.

Η Ευρώπη, ως «θεράπων» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσπαθεί να αναδείξει τη σημασία της ασφάλειας και της προστασίας των προσφύγων, αλλά στην πραγματικότητα οι χώρες-μέλη της παραμένουν εγκλωβισμένες σε έναν αγώνα για το ποιος θα αναλάβει το βάρος της υποδοχής τους. Αυτό το δίπολο “κηδεμονίας” και “παράλυσης” αντανακλά το μεγαλύτερο κενό στην πολιτική της Ευρώπης απέναντι στους πρόσφυγες: είναι αδύνατον να προχωρήσει σε μια ολιστική προσέγγιση του προβλήματος, αν συνεχίσει να βλέπει την ανθρωπιστική κρίση μέσα από το πρίσμα του πολιτικού συμφέροντος.

Η κυβερνητική αντιπαράθεση στην Ελλάδα

Η πρόσφατη πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη πολιτική αστάθεια και τις συνεχείς αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα. Ο ανασχηματισμός, το «μείζον» πολιτικό εργαλείο του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, προκαλεί έντονες συζητήσεις τόσο στα πολιτικά forums όσο και στα μέσα ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι και οι αναλυτές ενίοτε εμφανίζονται σαν θεράποντες της εξουσίας, προσπαθώντας να παρουσιάσουν τον ανασχηματισμό ως μια προσπάθεια ανανέωσης και αναδιοργάνωσης, ενώ άλλοι τον χαρακτηρίζουν απλώς ως μια επικοινωνιακή τακτική για να καλυφθούν τα βαθύτερα πολιτικά προβλήματα και οι αδυναμίες της κυβέρνησης.

Το ζήτημα του ανασχηματισμού είναι ενδεικτικό της χρήσης των ΜΜΕ ως πολιτικού εργαλείου, με τη διαφορά ότι σε αυτήν την περίπτωση οι “κήνσορες” παρατηρούν με αυστηρότητα τις αλλαγές, προσπαθώντας να αποκαλύψουν την αλήθεια πίσω από την “αναδιοργάνωση”, ενώ οι “θεράποντες” καταβάλλουν προσπάθεια να προβάλλουν τον ανασχηματισμό ως δείγμα πολιτικής ευθύνης.

Φονταμενταλισμός και Εθνική Πινακοθήκη

Η καταστροφή έργων τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη είναι, πράγματι, ένα πολύπλευρο ζήτημα, το οποίο πυροδοτεί αντιδράσεις από διάφορους φορείς και ιδεολογικές κατευθύνσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι “κήνσορες” και οι “θεράποντες” (δηλαδή, εκείνοι που επικρίνουν και αυτοί που προσπαθούν να υποστηρίξουν ή να θεραπεύσουν την κατάσταση) αποκτούν έναν ιδιαίτερο ρόλο. Ας δούμε τα επιχειρήματα για τον ρόλο τους:

Οι κήνσορες, κατά τη διάρκεια της ιστορίας, ήταν εκείνοι που αναλάμβαναν την επιτήρηση και την επιβολή ηθικών κανόνων και αξιών στην κοινωνία. Στην περίπτωση της καταστροφής έργων τέχνης, οι κήνσορες παίρνουν τον ρόλο της “καταγγελίας”, εκφράζοντας την αποδοκιμασία τους απέναντι σε πράξεις που θεωρούν ότι προσβάλλουν την κοινωνική ή πολιτιστική τάξη. Ωστόσο, η στάση αυτή συχνά δεν είναι αθώα και μπορεί να κρύβει συμφέροντα ή ιδεολογικές σκοπιμότητες.

Η υπεράσπιση της πολιτιστικής ταυτότητας: Ο βανδαλισμός των έργων τέχνης μπορεί να θεωρηθεί ως απειλή για την πολιτιστική ταυτότητα της χώρας. Οι κήνσορες διατρανώνουν την ανάγκη προστασίας της τέχνης, η οποία ενσωματώνει την ιστορία, την παράδοση και την κουλτούρα μιας κοινωνίας.

Η κοινωνική ευθύνη: Από τη στιγμή που τα έργα τέχνης ανήκουν σε όλη την κοινωνία, η καταστροφή τους γίνεται θέμα δημόσιας ηθικής. Οι κήνσορες αναλαμβάνουν τον ρόλο του φύλακα, εξασφαλίζοντας ότι η πολιτιστική κληρονομιά θα παραμείνει άθικτη για τις μελλοντικές γενιές.

Αυταρχισμός και επιβολή ιδεολογίας: Οι κήνσορες μπορεί να προβαίνουν σε καταγγελίες ή επιθέσεις όχι μόνο κατά του βανδαλισμού, αλλά και κατά άλλων μορφών έκφρασης που θεωρούν «αντίθετες» προς τις παραδοσιακές αξίες τους. Η στάση αυτή μπορεί να είναι αυταρχική και να περιορίζει τη δημιουργική ελευθερία.

Πολιτική σκοπιμότητα: Στην πολιτική σκηνή, οι κήνσορες συχνά χρησιμοποιούν τέτοιες καταστάσεις για να ενισχύσουν τη δική τους θέση, επικαλούμενοι την προστασία του πολιτισμού για να δικαιολογήσουν την επιβολή της εξουσίας ή την καταστολή άλλων απόψεων.

Από την άλλη πλευρά, οι θεράποντες, ή εκείνοι που επιχειρούν να αποκαταστήσουν την κατάσταση, αποδίδουν σημασία στην θεραπεία και την αποκατάσταση των βλαβών που προκάλεσε η καταστροφή. Η στάση τους μπορεί να είναι ενωτική, προσπαθώντας να «διορθώσουν» την κοινωνία και να την επαναφέρουν σε μια ισορροπία.

Διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς: Οι θεράποντες επισημαίνουν τη σημασία της αποκατάστασης των έργων τέχνης για να συνεχίσουν να μεταφέρουν το πολιτιστικό τους μήνυμα. Οι τεχνικές αποκατάστασης επιτρέπουν την αναβίωση των έργων και τη διατήρηση της πολιτιστικής αξίας τους.

Ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής: Αντί να επικεντρωθούν στην καταγγελία και την τιμωρία, οι θεράποντες μπορεί να προτείνουν λύσεις για την κοινωνική συμφιλίωση και τη θεραπεία του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος που οδήγησε σε αυτή την κατάσταση.
Αποδοχή της «επιφανειακής» λύσης: Η αποκατάσταση ενός έργου τέχνης δεν επαρκεί για να θεραπεύσει το κοινωνικό ή πολιτικό πρόβλημα που οδήγησε στην καταστροφή. Η απλή αποκατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ως μια επιφανειακή κίνηση που δεν θίγει τα βαθύτερα αίτια της πράξης.

Αδικαιολόγητη συγχωρητικότητα: Οι θεράποντες μπορεί να επικεντρωθούν στην ανάγκη για συγχώρεση ή στην αποκατάσταση χωρίς να αναγνωρίζουν πλήρως την σοβαρότητα της καταστροφής ή να αποτυγχάνουν να υπογραμμίσουν τη σημασία της ευθύνης.

Η στάση των κήνσορων και των θεραπόντων απέναντι στην καταστροφή έργων τέχνης αποκαλύπτει την ένταση μεταξύ της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ανάγκης για κοινωνική αποκατάσταση και συμφιλίωση. Οι κήνσορες, με την αυστηρότητά τους, φέρνουν στην επιφάνεια τις ηθικές και πολιτιστικές αντιφάσεις, ενώ οι θεράποντες επικεντρώνονται στην αποκατάσταση και τη θεραπεία, επιδιώκοντας μια πιο θετική και ενωτική προσέγγιση. Ωστόσο, η πραγματική πρόκληση είναι να βρεθεί μια ισχυρή, αλλά και δίκαιη, λύση που να συνδυάζει την αποκατάσταση της τέχνης με την αναγνώριση των κοινωνικών και πολιτικών αιτίων που οδήγησαν

Συμπεράσματα

Η λειτουργία των ΜΜΕ, είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό, είναι στενά συνδεδεμένη με τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που αναδείχθηκαν από τον Ουμπέρτο Εκο στο έργο του. Οι δημοσιολόγοι, με την ιδιότητα του “κήνσορα” ή του “θεράποντα”, δεν είναι απλά παρατηρητές της πραγματικότητας. Αντιθέτως, διαμορφώνουν την αντίληψή μας για την αλήθεια, ενισχύοντας ή αποδυναμώνοντας τα πολιτικά συμφέροντα και τις κοινωνικές δυναμικές.Η αντίθεση ανάμεσα στους κήνσορες και τους θεράποντες είναι πάντα μια μάχη για την αλήθεια και την εξουσία.

Στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, η διάκριση μεταξύ “κήνσορα” και “θεράποντα” συχνά δεν είναι απολύτως σαφής. Κάθε άνθρωπος που αναλαμβάνει το ρόλο του κριτή (κήνσορα) είναι ταυτόχρονα και θεράπων του άλλου: είτε υπερασπίζεται κάποια συγκεκριμένη πολιτική και συμφέροντα, είτε διαμορφώνει μια κοινή γνώμη που εξυπηρετεί τα συμφέροντα συγκεκριμένων δυνάμεων. Για παράδειγμα, ο δημοσιογράφος που καταγγέλλει τις αποτυχίες της κυβέρνησης ως κήνσορας, ταυτόχρονα γίνεται θεράπων των πολιτικών δυνάμεων που υπερασπίζεται. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους που προασπίζονται τη διακυβέρνηση: ως θεράποντες της κυβέρνησης, δεν είναι απλώς υπερασπιστές μιας πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα γίνονται και κήνσορες των αντιπάλων τους, κρίνοντας και αποδοκιμάζοντας κάθε αντίθεση. Η διαδικασία αυτή της αμοιβαίας μετατροπής είναι φυσική συνέπεια του πολιτικού και κοινωνικού παιχνιδιού, όπου οι ρόλοι του υπερασπιστή και του κριτή συχνά εναλλάσσονται και συμβαδίζουν. Η σύγκλιση αυτή των δύο ρόλων δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο στον οποίο όλοι, τελικά, υπηρετούν κάποιες πολιτικές και συμφέροντα, είτε ως υπερασπιστές, είτε ως επικριτές. Δεν υπάρχει καθαρός “κήνσορας” ή “θεράπων”, μόνο ρόλοι που εναλλάσσονται και αλληλοσυμπληρώνονται ανάλογα με τις περιστάσεις και τις κοινωνικές ή πολιτικές ανάγκες.

Η αντίθεση ανάμεσα στους κήνσορες και τους θεράποντες είναι πάντα μια μάχη για την αλήθεια και την εξουσία. Στη σύγχρονη πολιτική σκηνή, οι δύο αυτοί ρόλοι δεν είναι ποτέ απόλυτα διαχωρισμένοι, καθώς οι μεν και οι δε αγωνίζονται να ελέγξουν την αφήγηση των γεγονότων και να κατευθύνουν τη γνώμη της κοινής γνώμης σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Η επικαιρότητα είναι γεμάτη αντιφάσεις, και τα μέσα ενημέρωσης είναι τα εργαλεία μέσω των οποίων διαμορφώνονται οι συλλογικές μας αντιλήψεις για την πολιτική και την κοινωνία.

Βιβλιογραφία

1. Eco, Umberto. “Κήνσορες και Θεράποντες”. Εκδόσεις Πατάκη, 2007.
2. Διάφοροι Συγγραφείς. “Η Δημοσιογραφία στη Σημερινή Πολιτική Σκηνή”. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019.
3. Π. Μπεκ, “Ανασχηματισμοί και Πολιτική Στρατηγική”. Εφημερίδα Καθημερινή, 2023.
Όσογραφόταν αυτότοάρθροακουγόταναπότοyoutubeτοτραγούδι:”TheSoundofSilence” τουSimon&Garfunkel.

 

 



Zougla.gr

Μπορεί επίσης να σας αρέσει