Ναζί ή Μαζί;
ΑΡΘΡΟ της Ηλέκτρας Προσήλια
Ένας πόλεμος πάντα αναπαράγεται πολυδιάστατα. Οι ίδιοι που υποστηρίζουν μια πολεμική απόβαση σε μια χώρα, αύριο θα διακυρήτουν ενάντια της λαθρομετανάστευσης σε κανάλια και ραδιόφωνα. Οι απολήξεις των μικροφώνων τους θα ουρλιάζουν λυσσασμένα πως η ανεργία αυξάνεται λόγω μεταναστών και απέναντι οι εταιρείες που εμπορεύονται ανθρώπινα δικαιώματα θα μαζεύουν ρούχα και τρόφιμα, θα πλασάρουν φωτογραφίες με παιδάκια με θλιμμένο βλέμμα, για να αγγίξουν το συναίσθημα της μάζας. Και αυτός ο φαύλος κύκλος διαρκώς θα μεγαλώνει χωρίς να δίνει τέλος στο πρόβλημα.
Γιατί ο άνθρωπος που μαζεύει ότι προλάβει σε ένα σεντόνι, στριμώχνεται σε ένα φουσκωτό με πόσους άλλους και ξεκινάει για το άγνωστο, χωρίς καμιά ελπίδα, απλά για να σωθεί από ένα πόλεμο, σίγουρα δεν σκέφτεται πως εκεί που πάει θα καταλήξει “εμπόρευμα”. “Εμπόρευμα” σε διάφορα χέρια. Σε χέρια πατριδολάγνων, που προπηλακίζοντάς τον θα πουλάνε “καθαριότητα” του τόπου, σε χέρια “ορκισμένων φιλειρηνιστών” που με πολλά χαϊμαλιά σε χέρια και πόδια – αναπολώντας το κίνημα των χίπυς- θα ξεπλένουν τις τύψεις ολόκληρης ζωής κάνοντας εράνους και μαραθώνιους για “να απαλύνουν τον πόνο” των μεταναστών. Σε χέρια κυβερνήσεων που αδειάζοντας όπως όπως σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ανθρώπους, θα επαίρονται πως πάταξαν την ανομία στους δρόμους που προκαλούσαν οι μετανάστες.
Όχι, αυτός ο άνθρωπος δεν ονειρεύτηκε να γίνει “εμπόρευμα”, φεύγοντας από τη χώρα του. Ονειρεύτηκε τη συνέχεια της ζωής του, το μέλλον του, με ειρήνη, με τροφή και στέγη και πάνω απ’ όλα, χωρίς φόβο.
Ποιός όμως κατάφερε να επιβληθεί στις ζωές των πολλών και να κερδίσει, χωρίς πρώτα να σπείρει φόβο;
Ποιός κατάφερε να πείσει για την αλήθεια ενός ψέμματος, χωρίς πρώτα να εκμεταλευτεί τον φόβο των άλλων;
Και κυριότερα, ποιός κυβέρνησε μόνος του λαό ενωμένο;
Δε περιορίζεται ο κοινωνικός φασισμός που βιώνουμε σε ένα σύμβολο, ούτε σε ένα κοινοβουλευτικό κόμμα. Αυτή η άποψη εφυσηχάζει πολλούς. Δεν είναι Ναζί αυτός που εξυμνεί τον Χίτλερ και την Άρεια Φυλή μονάχα, αλλά αυτός που καταπατά τη ζωή μου, τη ζωή σου, τη ζωή του Γιάννη, του Αχμέτ και της κυρά-Κατίνας που γυρνάει από τη λαϊκή με μισό καρότσι και αγχώνεται γιατί έχει να πληρώσει και τα φάρμακά της.
Δεν είναι οικόπεδα να καταπατώνται οι ζωές μας, αλλά ακόμη και για την καταπάτηση ενός οικοπέδου, υπάρχουν οι αρμόδιες αρχές να απευθυνθείς και να τιμωρηθεί ο καταπατητής.
Και όσο βομβαρδιζόμαστε -φασιστικά- από τις τηλεοράσεις με χαλιναγωγημένες ειδήσεις κι απόψεις, τόσο “κλειδώνει” και “κοιμάται” ο εγκέφαλος. Και αποδεχόμαστε σκυφτοί πως καταπατούν τις ζωές μας και θα στρέψουμε την οργή μας σε ένα εύκολο θύμα, σ’ ένα μετανάστη που έκλεψε π.χ. Το πώς έφτασε εδώ και το γιατί, δεν θα το ρωτήσουμε ποτέ στους αρμόδιους. Και θα ονοματίζουμε Ναζί όποιον φιγουράρει πλάι σ’ έναν μαίανδρο ή σβάστικα, αλλά ποτέ τον μεγάλο αφεντικό ή τον γείτονα που κακοποιεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του. “Γιατί, πού να μπλέκεις τώρα;”…
Έτσι λοιπόν, προχωρώντας με επιλεκτικές παροπίδες, κοιτώντας το δέντρο και χάνοντας το δάσος, απομονωμένοι σε ένα μικρόκοσμο, θα φωνάζουμε νευρικά και σπασμωδικά, ενάντια στους Ναζί και το Μαζί δεν θα μας βρει ποτέ σε μια γροθιά υψωμένη που σπάει τοίχους. Ένα Μαζί που θα “ξεκλειδώσει” το αύριο, το δικό μας αύριο, το αύριο όλων.