Ομιλία Μεϊκόπουλου για τις καταργήσεις-συγχωνέυσεις φορέων του Δημοσίου(video)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ την ανακοίνωση του Βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Μαγνησίας Αλέξανδρου Μεϊκόπουλου, όπως έφτασε στο e-Volos.gr:

Στη Βουλή κατά τη συζήτηση επί των άρθρων του Νομοσχεδίου για τις καταργήσεις-συγχωνεύσεις φορέων του Δημοσίου

Την Πέμπτη πραγματοποιήθηκε στη Βουλή συζήτηση επί των άρθρων του Νομοσχεδίου «Διοικητικές απλουστεύσεις – Καταργήσεις, Συγχωνεύσεις Νομικών Προσώπων και Υπηρεσιών του Δημόσιου Τομέα – Τροποποίηση διατάξεων Π.Δ. 318/1992 (Α’ 161) και λοιπές ρυθμίσεις».

Μεταξύ των ομιλητών, ο βουλευτής Μαγνησίας του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος, ανέπτυξε την επιχειρηματολογία του για την εισαγωγή του θεσμού της αξιολόγησης με προκαθορισμένη ποσόστωση στο Δημόσιο, η οποία, όπως τόνισε, σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετεί τον στόχο της βελτίωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών, αφού «βασικός σκοπός ενός αξιόπιστου συστήματος δεν είναι ο εντοπισμός του λιγότερο παραγωγικού υπαλλήλου, αλλά η παρακίνηση όλων των υπαλλήλων», μέσω της επιμόρφωσης, που θα οδηγήσει σε αύξηση παραγωγικότητας. Δεν υπάρχει, όμως, καμία πρόβλεψη για επιμόρφωση. «Η ποσόστωση υποκρύπτει μια οριζόντια ρύθμιση όχι για τη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου έργου, όπως θα έπρεπε, αλλά για τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα», επισήμανε, προσθέτοντας ότι οι υπάλληλοι θα οδηγηθούν στο να εργάζονται με γνώμονα την προσωπική προβολή, για να μην κριθούν ως ανεπαρκείς.

Ο προκαθορισμός της ποσόστωσης αποτυχίας, που θα υποχρεώνει τους προϊστάμενους να επιλέγουν το 15% από το σύνολο των υπαλλήλων, «είναι ένας τρόπος δημιουργίας μιας δεξαμενής άντλησης απολύσεων», τόνισε, συμπληρώνοντας ότι «αυτή η εκ των προτέρων κατηγοριοποίηση των αριθμού των υπαλλήλων σε συγκεκριμένες βαθμολογικές κλίμακες γίνεται χωρίς γνώση της πραγματικής απόδοσής τους».

Επιπλέον, ο βουλευτής κατέδειξε το αυθαίρετο της ποσόστωσης στην αξιολόγηση, υπογραμμίζοντας ότι δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν ειδικά χαρακτηριστικά κάθε κλάδου, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση υπηρεσιών που είναι στελεχωμένες με προσωπικό υψηλών τυπικών προσόντων, όπως το Εθνικό Ινστιτούτο ή η ΕΣΔΔΑ. «Ένα ποσοστό αυτών των άρτια καταρτισμένων υπαλλήλων πρέπει υποχρεωτικά να κριθεί ως ανεπαρκές.Το ποσοστό των προϊσταμένων που μπορούν να αξιολογηθούν με βαθμούς 9 και 10 μπορεί να ανέρχεται σε 70%, δηλαδή, πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από το αντίστοιχο που προβλέπεται για τους άριστους υπαλλήλους. Άρα, παραβιάζονται με αυτόν τον τρόπο οι αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας», σημείωσε.

Επίσης, παρατήρησε ότι δεν είναι δυνατόν να επιχειρείται η αξιολόγηση των υπαλλήλων τη στιγμή που δεν εφαρμόζεται η προβλεπόμενη από το νόμο αξιολόγηση των δομών. «Δεν έχει γίνει αξιολόγηση δομών σε όλους τους οργανισμούς και τα νομικά πρόσωπα, δεν έχουν καθοριστεί οι προβλεπόμενοι στόχοι, οπότε δεν μπορεί να αξιολογηθεί η απόδοση των υπαλλήλων σε σχέση με τους υπηρεσιακούς στόχους», τόνισε.

Τέλος, αναφέρθηκε στη μη πρόβλεψη συμμετοχής εκπρόσωπων των εργαζομένων στην Ειδική επιτροπή που θα εξετάζει τις ενστάσεις που δικαιούνται να κάνουν οι υπάλληλοι, των οποίων η βαθμολογία αξιολόγησης είναι 6 και κάτω, ενώ «μέχρι σήμερα με το ΠΔ 318/92 οι ενστάσεις εξετάζονταν από το υπηρεσιακό συμβούλιο που αποτελείται από τρεις υπηρεσιακούς παράγοντες και δύο εκπροσώπους των εργαζομένων».

Αναφορικά με τους αξιολογητές, ο βουλευτής καυτηρίασε το διαβλητό σύστημα επιλογής προϊσταμένων, εξαιτίας της μη εφαρμογής της υπάρχουσας νομοθεσίας. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στον Ν. 3839/2010, που έδινε προβάδισμα στους υπαλλήλους με υψηλά τυπικά προσόντα, εις βάρος των χρόνων προϋπηρεσίας.

Με αυτόν τον νόμο, «δεν ευνοούνταν τα «τραίνα» του 1980, οι κομματικά διορισμένοι. Αυτός όμως ο νόμος, ουδέποτε εφαρμόστηκε, έμεινε στις μεταβατικές διατάξεις και ο τρόπος επιλογής προϊσταμένου έχει αλλάξει εκατό φορές μέχρι σήμερα, με τις υπηρεσίες να επιμένουν στην πράξη, εντελώς αυθαίρετα, στο βασικό κριτήριο της αρχαιότητας», υποστήριξε.

Αμφισβητώντας την αμεροληψία των αξιολογητών, τη στιγμή που δεν επιλέγονται μέσω αντικειμενικών κριτηρίων, αλλά ορίζονται απευθείας από το πολιτικό σύστημα, ο βουλευτής διατύπωσε το ερώτημα: «Πώς, λοιπόν, νομιμοποιούνται να αξιολογήσουν τους υφισταμένους τους; Έχουν αξιολογηθεί από τα υπηρεσιακά συμβούλια και το πρόσφατα στελεχωμένο ΕΙΣΕΠ;».

Μπορεί επίσης να σας αρέσει