Παντελής Παντελίδης: Εννέα χρόνια από το μοιραίο δυστύχημα
Ήταν ξημέρωμα της Πέμπτης 18 Φεβρουαρίου του 2016. Ένα θηριώδες τζιπ κινούνταν στον παράδρομο του παλιού αεροδρομίου που οδηγεί στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, στην περιοχή του Ελληνικού. Μετέφερε τρεις ανθρώπους: τον Παντελή, τη Μίνα και τη Φρόσω. Κι εκείνη η διαδρομή έμελλε να σημαδέψει καθοριστικά και αμετάκλητα και τους τρεις επιβάτες του.
Δικαστικές διαμάχες διερευνούσαν χρόνια μετά, ποιος κρατούσε το τιμόνι του οχήματος σ’ αυτή τη μοιραία βόλτα, ποιος ήπιε και ποιος έφταιξε για όσα ακολούθησαν. Το όχημα διέγραψε μία τρελή πορεία, προσέκρουσε σε προστατευτικό κιγκλίδωμα με ορμή και αναποδογύρισε.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Από τα συντρίμμια του ανασύρθηκε ξέπνοο ένα νέο παιδί: ο Παντελής Παντελίδης. Ένας νέος άνθρωπος που ο θάνατός του συγκλόνισε χιλιάδες ανθρώπους, που ταυτίστηκαν με τον αμετάκλητο τρόπο, που η ζωή στήνει τρικλοποδιές. Σημαδεμένες ανεξίτηλα από αυτό το τραγικό παιχνίδι της μοίρας βγήκαν και οι δύο κοπέλες, που επέβαιναν στο όχημα.
Το σημείο που έχασε τη ζωή του ο τραγουδιστής Παντελής Παντελίδης, στη λεωφόρο Βουλιαγμένης
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Η επόμενη νύχτα θα σηματοδοτούσε την πρεμιέρα των εμφανίσεων του Παντελή Παντελίδη σε γνωστό νυχτερινό κέντρο. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια. Έτσι εκεί, στη συμβολή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης με την οδό Θράκης έγραψε τον πιο τραγικό στίχο: το κύκνειο άσμα της ζωής του Παντελή.
Το σοκ ήταν τεράστιο. Ο ταλαντούχος καλλιτέχνης, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία, ξαφνικά «έγινε σκιά» όπως το ομότιτλο τραγούδι του.
Φτιαγμένος από τη στόφα του λαϊκού ήρωα
Τις επόμενες μέρες χιλιάδες άνθρωποι πήγαν να προσκυνήσουν τη σορό του. Άλλοι γιατί τον ήξεραν, άλλοι γιατί τον άκουγαν, άλλοι από περιέργεια κι άλλοι από ανάγκη να εκτονώσουν το συναίσθημα. Κάτι σαν ιδιότυπο λαϊκό προσκύνημα, καθώς η τραγωδία του Παντελή λειτούργησε ως τεράστιος μαγνήτης εκτόνωσης για μία ολόκληρη κοινωνία.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ο χαμός του θύμισε σε όλους μας το πόσο ανίσχυροι είμαστε μπροστά στο αιφνίδιο και το μοιραίο. Κι άλλωστε ο Παντελής ήταν φτιαγμένος από τη στόφα του λαϊκού ήρωα, καθώς έμοιαζε σε πολλούς. Ήταν το γειτονόπουλο που έπαιζε στην αλάνα του δρόμου μας. Ήταν το παλικαράκι που γούσταρε να γράφει στίχους και να τραγουδά, χωρίς να πάει στα ωδεία. Ήταν το ευγενικό παιδί που δεν άντεχε τα φώτα και τη λάμψη της γκλαμουριάς. Ήταν ο άνθρωπος που πάλεψε να γίνει αυτό που ήθελε. Και μόλις τα κατάφερε, το άδικο τον περίμενε στην πρώτη γωνία ενός δρόμου, για να τον ανατρέψει. Οριστικά και τραγικά.
Σήμερα συμπληρώνονται εννέα χρόνια από τον θάνατο του Παντελή Παντελίδη. Η Νέα Ιωνία δεν θα ξεχάσει ποτέ το ρίγος που ένιωσε στην κηδεία του. Χιλιάδες άνθρωποι έφτασαν στη γειτονιά του, εκεί πίσω από την προτομή του Στέλιου Καζαντζίδη, στη μικρή πλατεία της 28ης Οκτωβρίου. Στάθηκαν κάτω από το πατρικό του σπίτι και θρήνησαν ένα δικό τους άνθρωπο και ας μην τον ήξεραν προσωπικά.
Η λαοθάλασσα στην κηδεία του δημοφιλούς τραγουδιστή
Εννέα χρόνια μετά, ο μύθος του 33χρονου ερμηνευτή μεγάλωσε και γιγαντώθηκε μαζί με κάποια ανέκδοτα τραγούδια του, που κυκλοφόρησαν. Όσο για το θρίλερ γύρω από τις συνθήκες του θανάτου του στις δικαστικές αίθουσες, αυτό ήταν μια άλλη ιστορία, που προκάλεσε ποικίλα σχόλια, συζητήσεις και εκατέρωθεν αντιδράσεις όλα αυτά τα χρόνια.
Ο χαρακτήρας, η διαδρομή και τα τραγούδια του Παντελή Παντελίδη έφτιαξαν μία πολύ ξεχωριστή ιστορία, που άγγιξε τα όρια του σύγχρονου θρύλου.

Το γκράφιτι που φτιάχτηκε στη μνήμη του
Η τελευταία συνέντευξη του Παντελή Παντελίδη
Στην τελευταία του συνέντευξη στο Down Town ο Παντελής είχε σκιαγραφήσει το προφίλ του ανθρώπου που νιώθει πληρότητα. «Είμαι ικανοποιημένος με όλα, δεν ζηλεύω τίποτα πια» είχε πει.
ΕΡ: Όταν τραγουδάς στην πίστα, κοιτάς τον κόσμο κάτω;
«Ναι, τους βλέπω. Ψάχνω να βρω τους γνωστούς μου, βέβαια, για να νιώσω οικεία. Αλλά επειδή κάνω τέτοιο πρόγραμμα, δηλαδή, δεν τραγουδάω ένα ολόκληρο τραγούδι, να σταματήσω, να χειροκροτήσουν και μετά να πάω στο επόμενο -το πηγαίνω… μπάλα όλο το πρόγραμμα-, δεν προλαβαίνω και πολύ να δω ποιος μιλάει με ποιον. Θα τους χαιρετίσω βέβαια, αλλά αυτό που με νοιάζει εκείνη την ώρα είναι να σηκωθεί όλο το μαγαζί όρθιο. Στο δεύτερο-τρίτο τραγούδι, να είναι όλοι στον αέρα. Πάντα έχω πολύ άγχος προτού βγω. Απλώς, είναι και τέτοια τα τραγούδια μου που ξέρεις ότι μάλλον θα γίνει το κόλπο, εννοώ από κάτω με τον κόσμο. Εντάξει, μου έχει συμβεί και κάποιες νύχτες να είναι το μαγαζί πιο απαλό κι εγώ θέλω να το δω όλο όρθιο. Μέχρι το πατάρι».
ΕΡ: Ποιον ανταγωνίζεσαι δηλαδή;
«Τον εαυτό μου. Και τον ανταγωνίζομαι και στα τραγούδια μου. Γιατί εγώ τα γράφω όλα, στίχους και μουσική. Και όλο αυτό πρέπει να το κάνω μόνος μου».
ΕΡ: Τώρα, προτού βγεις, παίζεις με την κιθάρα για να ζεστάνεις τη φωνή σου;
«Δεν το κάνω για να τη ζεστάνω, ούτε ξέρω πώς ζεσταίνεται η φωνή. Όλη μέρα μιλάω, τραγουδάω, δεν κάνω αφωνία, δεν προσέχω τη φωνή μου. Έτσι γεννήθηκα. Δεν έχω πάει ποτέ σε ωδείο».
ΕΡ: Αισθάνεσαι κόμπλεξ που δεν έχεις πάει σε ωδείο;
«Μου αρέσει να διαπιστώνω μέχρι πού φτάνουν τα όριά μου, χωρίς να με έχει βοηθήσει κανένας. Γενικά, δεν μου αρέσει να με βοηθάνε».
ΕΡ: Αυτοδίδακτος και στην κιθάρα;
«Ναι, τελείως. Ήμουν 12 χρόνων και είπα στους γονείς μου να μου αγοράσουν μια κιθάρα. Με το που την έπιασα στα χέρια μου, δεν την άφησα ποτέ. Έπαιζα δύο ώρες κάθε μέρα και μετά, στο Πολεμικό Ναυτικό που ήμουν, συνέχεια πάνω στο καράβι. Αυτοσχεδίαζα, κοίταζα φίλους μου που έπαιζαν, παρακολουθούσα τηλεόραση και έμαθα εμπειρικά. Άκουγα ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο και προσπαθούσα να το παίξω στην κιθάρα. Το σιγοτραγουδούσα. Και βέβαια, ήμουν το παιδί στο σχολείο που ήταν με την κιθάρα στις γιορτές και στην πενταήμερη, στη γαλαρία».
ΕΡ: Αυτό δεν άρεσε στα κορίτσια;
«Ε, εντάξει, αλλά όλο το σχολείο μαζευόταν. Πήγαινα σε δημόσιο, στη Νέα Φιλαδέλφεια».
ΕΡ: Καλός μαθητής;
«Καλός, όχι σπασίκλας. Πήγαινα και για ποδοσφαιριστής τότε. Μετά το ποδόσφαιρο, που τελικά δεν μπόρεσα να συνεχίσω, το επόμενο που ήρθε ήταν στρατιωτικός για δέκα χρόνια. Αλλά δεν άφησα ποτέ το τραγούδι. Το είχα ως χόμπι. Και μέρα με τη μέρα, βελτιωνόμουν, έπαιζα σε παρέες, ώσπου κάποια στιγμή ένα μαγαζί μου ζήτησε να εμφανιστώ. Μου είπαν: Δεν έρχεσαι εδώ στην καφετέρια να μαζευτεί κόσμος; Και έγινε χαμός. Ήταν πολύ ωραία. Από εκείνη τη μέρα, με το που έκανα ένα live σε μια καφετέρια, με πήραν πέντε καφετέριες, στο δεύτερο live άλλες 20 και μετά από την Κύπρο, από τη Γερμανία και κάπως έτσι έγινε. Κάθε φορά που έγραφα τραγούδι το ανέβαζα στο youtube -έβαζα ένα φίλο μου γιατί εγώ δεν ήξερα- και σιγά-σιγά άρχισα να αποκτώ κοινό».
ΕΡ: Ακούγεσαι πολύ σεμνός και προσγειωμένος.
«Η αλήθεια είναι ότι όλο αυτό που συμβαίνει δεν το ζω έτσι όπως θα μπορούσε να το ζήσει κάποιος».
ΕΡ: Πώς δηλαδή;
«Να είμαι ξετρελαμένος, να μην πατάω στη γη. Επειδή θέλω αυτό να κρατήσει για άλλα δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια, λέω καλύτερα να μην έχω στο μυαλό μου την επιτυχία. Η μεγαλύτερή μου χαρά είναι ότι οι δίσκοι μου έχουν τραγούδια μου. Χαίρομαι που θα κάτσω με τους φίλους μου και θα τους παίξω. “Να, για άκου τι έβγαλα” και έπειτα από τρεις μήνες θα το ακούμε στο ραδιόφωνο».
ΕΡ: Τα τραγούδια τα προβάρεις πρώτα στους φίλους σου.
«Πάντα. Και στους γονείς μου. Παίρνω απόψεις. Αν και έχω ένστικτο. Μόλις γράψω κάτι, ξέρω αν θα γίνει επιτυχία. Και με τους ανθρώπους το ίδιο. Ξέρω από τα πρώτα πέντε λεπτά ποιος είναι καλός. Επειδή μάλλον έχω γνωρίσει πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους -ποδοσφαιριστές, στρατιωτικούς, τραγουδιστές- και από τη νύχτα που δουλεύω».