Τζιν Χάκμαν: Γιατί απέκτησε το παρατσούκλι Βεζούβιος
Ο θρυλικός ηθοποιός Τζιν Χάκμαν, ο οποίος βρέθηκε νεκρός μαζί με τη σύζυγό του και τον σκύλο τους χθες, Τετάρτη, στο σπίτι τους στη Σάντα Φε, ήξερε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός από την ηλικία των 10 ετών, αλλά κάποιοι πίστευαν ότι σπαταλούσε άδικα τον χρόνο του.
Οι συμμαθητές του στο Pasadena Playhouse στην Καλιφόρνια, όπου σπούδαζε υποκριτική όταν ήταν 20 χρόνων, θεωρούσαν ότι ήταν «απίθανο να πετύχει».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Δεδομένου ότι εκείνη τη χρονιά μοιράστηκε το βραβείο με τον διά βίου φίλο του, Ντάστιν Χόφμαν, οι σκεπτικιστές δεν θα μπορούσαν να έχουν κάνει μεγαλύτερο λάθος.
Ο Χάκμαν, ένας από τους καλύτερους και πιο ευέλικτους ηθοποιούς της γενιάς του, αρνήθηκε να ακολουθήσει την εύκολη πορεία στο Χόλιγουντ, αρνούμενος να ταυτιστεί με έναν μόνο τύπο ρόλων.
Αυτό του απέφερε πλούτο, καθώς ο ηθοποιός έπαιξε τόσο ήρωες, όσο και κακούς σε δράματα, θρίλερ, ταινίες δράσης και κωμωδίες κατά τη διάρκεια μιας καριέρας 40 ετών, στην οποία παραδέχτηκε ότι εξαιτίας της εργασίας του, η οποία κατέληξε σε εθισμό, πλήρωσε το τίμημα για την οικογένειά του.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ο Χάκμαν είχε βραβευτεί με Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία του 1971 Ο Άνθρωπος από τη Γαλλία (The French Connection) καθώς και με Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία του 1992 Οι Ασυγχώρητοι (Unforgiven).
Πρώην πεζοναύτης, ο Χάκμαν εμφανίστηκε σε περισσότερες από 80 ταινίες καθώς και σε τηλεοπτικές σειρές και θεατρικές παραστάσεις στη διάρκεια της καριέρας του που ξεκίνησε τα χρόνια του ’60.
Πώς απέκτησε το παρατσούκλι «Βεζούβιος»
Όπως αναφέρει η Daily Mail, η υπερβολική του εγωπάθεια, ο θυμός του και οι καβγάδες του με σκηνοθέτες του έδωσαν το παρατσούκλι «Βεζούβιος».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι είχε «πρόβλημα με τη σκηνοθεσία επειδή πάντα είχε πρόβλημα με την εξουσία». Ωστόσο, ήταν τόσο μεγάλο το ταλέντο του που οι σκηνοθέτες ανέχονταν πάντα την αγένειά του. Σύμφωνα με τον Βρετανό σκηνοθέτη Άλαν Πάρκερ: «Κάθε σκηνοθέτης έχει μια λίστα με ηθοποιούς με τους οποίους θα πέθαινε για να δουλέψει και βάζω στοίχημα ότι ο Τζιν είναι σε όλες».
Ως πολύπλοκος άνθρωπος, ο πεισματάρης Χάκμαν, ήταν παράξενα ευαίσθητος στις σκηνές βίας, αλλά λάτρευε τον πραγματικό καβγά.
Ο Ντάστιν Χόφμαν θυμήθηκε πως μια φορά του ανακοίνωσε «πρέπει να φύγω» και εξαφανίστηκε σε ένα μπαρ γιατί «έπρεπε να μπλέξει σε έναν καβγά».
Ο Χάκμαν εξακολουθούσε να μπλέκεται σε καβγάδες στα εβδομήντα του. Το 2001 ξεκίνησε έναν καβγά με δύο άντρες για ένα μικρό ατύχημα στη Δυτικό Χόλιγουντ.
«Με έσπρωξε και τον χτύπησα», θυμάται ο ηθοποιός. «Είχαμε έναν άσχημο καβγά στο έδαφος. Ήρθαν οι αστυνομικοί… Εγώ έριξα μερικές καλές γροθιές. Ο τύπος με είχε πιάσει από τον λαιμό. Αυτό είναι το άσχημο κομμάτι. Όταν είσαι κάτω στο έδαφος και σχεδόν 72 χρόνων».
Παρά ταύτα, ο Χάκμαν δεν πίστευε ότι οι ήρεμοι και προσαρμοστικοί άνθρωποι είναι πάντα οι καλύτεροι ηθοποιοί.
Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Τζιν Χάκμαν στην ταινία «Η Συνομιλία» («The Conversation») σε ανάρτησή του στο instagram έγραψε: «Η απώλεια ενός μεγάλου καλλιτέχνη είναι πάντα αιτία πένθους και τιμής: ο Τζον Χάκμαν, ένας σπουδαίος ηθοποιός, εμπνευσμένος και υπέροχος στο έργο του και στην πολυπλοκότητά του. Πενθώ για την απώλειά του και τιμώ την ύπαρξη και την προσφορά του».
Η οικογενειακή τραγωδία
Η ενστικτώδης επαναστατικότητά του, όπως είπε σε μια σπάνια συνέντευξη το 1994, γεννήθηκε σε μια τραυματική και δυστυχισμένη παιδική ηλικία, στην οποία ο πατέρας του, που ήταν αυστηρός και βίαιος, εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ήταν 13 και η αλκοολική μητέρα του πέθανε σε μια πυρκαγιά το 1962, αφού αποκοιμήθηκε κρατώντας ένα αναμμένο τσιγάρο.
Ο ηθοποιός, ο οποίος είχε πει ότι συχνά εκμεταλλεύτηκε τον πρώιμο πόνο στη ζωή του για την υποκριτική, παρατήρησε με ειρωνεία πως «οι δυσλειτουργικές οικογένειες έχουν γεννήσει αρκετούς πολύ καλούς ηθοποιούς».
Γεννημένος το 1930 στο San Bernardino της Καλιφόρνια, ο Χάκμαν και ο αδελφός του Ρίτσαρντ μετακινούνταν συνεχώς, καθώς η οικογένεια ταξίδευε σε όλη την Αμερική κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, πριν εγκατασταθούν στο Ντάνβιλ του Ιλινόις, με τη βρετανικής καταγωγής γιαγιά του.
Ως παιδί, απόλαυσε τις επισκέψεις στον κινηματογράφο με τη μητέρα του, η οποία αγαπούσε τις ταινίες.
Έπειτα από μία τέτοια έξοδο, του είπε ότι θα ήθελε να δει το πρόσωπό του να εμφανίζεται κάποτε στη μεγάλη οθόνη, αν και δεν πρόλαβε να το ζήσει.
Ο Χάκμαν και ο πατέρας του περνούσαν τα Σάββατα μαζί, μέχρι την ημέρα που αυτός αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια.
Ο 13χρονος δεν είχε ιδέα προηγουμένως ότι θα συμβεί. «Εκείνη τη μέρα πέρασε από μπροστά μου και μου έκανε νόημα κι εγώ κατάλαβα από εκείνο το νόημα ότι δεν θα ξαναγυρίσει», είχε δηλώσει. «Εκείνο το νόημα ήταν σαν να έλεγε: “Εντάξει, όλα δικά σου. Είσαι μόνος σου, μικρέ”».
Ως νεαρός μπλεκόταν συχνά σε μπελάδες και κάποτε πέρασε μια νύχτα στη φυλακή, επειδή έκλεψε γλυκά και αναψυκτικά.
Άφησε το σχολείο έπειτα από έναν καβγά με τον προπονητή του στο μπέιζμπολ και λέγοντας ψέματα για την ηλικία του, μπήκε στους Αμερικανούς πεζοναύτες σε ηλικία 16 ετών «ψάχνοντας για περιπέτεια».
Στη συνέχεια, υπηρέτησε για τέσσερα χρόνια στην Κίνα και την Ιαπωνία ως ραδιοτηλεγραφητής.
Η αδυναμία του να παραμένει ήρεμος τον έβαλε σε νέους μπελάδες, με αποτέλεσμα, αφού προήχθη σε λοχία, να χάσει γρήγορα τον βαθμό του.
Απολύθηκε το 1952 μετά από ένα ατύχημα στον δρόμο, και το 1954 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 22 ετών.
Ο Χάκμαν εργάστηκε σε πολλές δουλειές χωρίς προοπτικές, συμπεριλαμβανομένων αυτών του υπαλλήλου σε κατάστημα, του οδηγού φορτηγού και του μεταφορέα επίπλων, καθώς δεν ήταν πρόθυμος να αφοσιωθεί στη μελέτη της τέχνης της υποκριτικής. Ωστόσο το τεράστιο ταλέντο του τον βοήθησε να ξεχωρίσει και να λάμψει στον κινηματογράφο μέσα από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του οι οποίες τον κατατάσσουν στους πιο σημαντικούς ηθοποιούς του Χόλιγουντ και όχι μόνο.