Το Μαργαριτάρι* στη Βαρβάκειο. Μικρές ιστορίες χριστουγεννιάτικης πορνογραφίας
Από την είδηση που μετέδωσε ο Αντένα και αναδημοσίευσε σε μικρό ειδησάριο η Lifo δεν περισσεύει ούτε λέξη, τόσο πολύ που λες πως πρόκειται για παρωδία, για φάρσα, δεν είναι δυνατόν μια περιγραφή να ακολουθεί μέχρι κεραίας τα στερεότυπα του είδους της, αυτό δεν είναι η παρωδία εξάλλου, η εξώθηση ενός είδους στα όριά του, η αναπαραγωγή χωρίς καμία απόκλιση των συμβάσεών του; Μετά αναζητάς κάπου στο κείμενο ή στο περικείμενο, στο πλαίσιο της είδησης, κάτι που θα ξεκλειδώσει τον παρωδιακό μηχανισμό, εκείνη τη μικρή λεπτομέρεια που θα σου επιτρέψει να αποφασίσεις πως δεν πρόκειται για κυριολεξία αλλά για μια σαρκαστική συγχώνευση κινηματογραφικών σκηνών, μυθιστορηματικών ψυχογραφημάτων και συναισθηματικής ειδησεογραφίας των εορτών. Για μια έστω και άτεχνη κριτική της σκληρής αλαζονείας τάχα της φιλανθρωπίας, για μια υπονόμευση της απάνθρωπης μεγαλοστομίας των ευαίσθητων κυριών. Αλλά εις μάτην.
Όλα είναι εδώ.
Τα μαύρα πολυτελή τζιπ που σταματούν έξω από τη Βαρβάκειο. Υποθέτουμε πως έχουν ξεκινήσει από διαφορετικές γειτονιές, καθώς το καθένα αντιπροσωπεύει και διαφορετική οικογένεια, διαφορετική νομή ισχύος και πλούτου και φτάνουν όλα μαζί, κλείνουν το δρόμο, κατεβαίνουν οι σοφέρ ή οι άντρες της ασφάλειας, ανοίγουν τις πόρτες και ξεπροβάλλουν οι οκτώ κυρίες, ενδεχομένως με το πρόσωπο καλυμμένο με βέλο για να διαφυλάξουν ακόμη καλύτερα την ανωνυμία τους, μέσα στο πλήθος που συνωστίζεται χρονιάρες μέρες στην Αγορά, άνθρωποι ταπεινοί, όχι ακριβώς άποροι αλλά οπωσδήποτε καθόλου ευνοημένοι από τη θεία πρόνοια και τα αγαθά του πλούτου.
Οι οκτώ κυρίες. Μάλλον διαφορετικής ηλικίας και άλλου χαρακτήρα, η υπέργηρη αρχηγός ενός οίκου που διατηρεί τη μητριαρχική του δομή, η νεαρή πλην ελαφρόμυαλη κληρονόμος μιας αμύθητης περιουσίας, μια χήρα, μια συστηματικά μοιχευόμενη γυναίκα με διασυνδέσεις στην ανώτερη ιεραρχία της εκκλησίας κτλ., που τους ενώνει το πνεύμα των εορτών και η συγκίνηση μπροστά στην ατυχία και τις δοκιμασίες του ελληνικού λαού.
Ο πρόεδρος της Βαρβακείου, καλοσυνάτος, ογκώδης και εχέμυθος, που ξέρει να διοικεί άλλοτε με την πειθώ κι άλλοτε με τις απειλές τους οπωσδήποτε μονοκόμματους κι αγροίκους εμπόρους, χασάπηδες και ψαράδες της αγοράς, απλούς ανθρώπους της πιάτσας, καχύποπτους αλλά κατά βάθος αγαθούς, τους οποίους έναν έναν επισκέπτονται οι οκτώ κυρίες, κι ο καθένας, μόλις φτάνουν στον πάγκο και την προθήκη του, σκύβει το κεφάλι και κοκκινίζει, χαμογελά κάτω από τα μουστάκια του και τους απευθύνει μια καλοπροαίρετη αν και λίγο χοντροκομμένη φιλοφρόνηση κι εκείνες δεν ξεχνούν κανέναν, μοιράζουν δίκαια το συμφωνημένο ποσό σε όλα τα μαγαζιά κι από πίσω τους ακολουθεί ο πρόεδρος, περήφανος για τους άντρες του, διπλωμάτης, ξέρει πότε πρέπει να μιλήσει και τι να πει.
Η συνεννόηση, μια αυθόρμητη κίνηση, καθόλου προγραμματισμένη, οι κυρίες, ίσως μέσω των ακολούθων τους, ίσως οι ίδιες, ίσως η νεαρή κληρονόμος ή η χήρα, προσέγγισαν εκείνη τη στιγμή τον Πρόεδρο και τους μαγαζάτορες και τους ανακοίνωσαν την επιθυμία τους να ξοδέψουν σε αγαθοεργίες, ενώ ο Πρόεδρος κοιτούσε σαστισμένος, χωρίς ακόμη να έχει καταλάβει τι θέλουν τόσα μαύρα πολυτελή τζιπ στην οδό Αθηνάς και οκτώ καλοντυμένες κυρίες που το άρωμά τους, Jean Patou ή Shlalini ή Ηermès, μπερδευόταν με την αποφορά του ξεραμένου αίματος και των αποβλήτων, μια στιγμή έκπληξης και ανάτασης των Χριστουγέννων που είχε αποφασιστεί λίγο νωρίτερα σε κάποιο σαλόνι και αμέσως τα κινητά απόρρητα τηλέφωνα των μεγάλων οίκων της πρωτεύουσας είχαν πάρει φωτιά.
Οι άνθρωποι βέβαια που έχουν ανάγκη τη φιλανθρωπία, ανώνυμοι παρίες, χαμένοι στο πλήθος, ανώνυμοι όχι πια από τη διακριτικότητα του Προέδρου, όπως οι κυρίες αλλά εξαιτίας της δυστήνου μοίρας της κρίσης που τους στέρησε το πρόσωπο και το όνομά τους, εξοστρακίζοντάς τους στο ανώνυμο πλήθος εκτός των τειχών, ανώνυμοι βέβαια που όμως κάποιος μηχανισμός ξέρει να τους αναζητήσει και να τους αποδώσει τα απρόσμενα γιορτινά ευεργετήματα της αυθόρμητης αγαθοεργίας.
Και βέβαια ο δημοσιογράφος που δεν είναι μέλος του κόσμου των προνομίων, της αγαθής αυτής κυρίαρχης τάξης, αλλά ξέρει να μεταφέρει την είδηση με όσο γίνεται λιγότερη συγκίνηση και ταυτόχρονα με μία μόνο λέξη, με μία αντωνυμία, το «μας» στο «συμπολίτες μας» να δηλώνει την απόσταση και την εγγύτητα που διακρίνει αυτόν και τους αναγνώστες του από τους αναξιοπαθούντες, τους κακορίζικους αυτούς μη έχοντες, πολίτες πάντως και όχι συνανθρώπους γιατί στα εκατόν πενήντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τη βικτωριανή εποχή, κατακτήσαμε την πολιτική συνείδηση έναντι της απλής ανθρώπινης υπόστασης.
Η εξιστόρηση του γεγονότος δεν έχει τίποτε ειρωνικό και παρωδιακό. Τα αφηγηματικά στοιχεία της μεταφέρουν μια συγκεκριμένη αντίληψη περί πλούτου και δυστυχίας, φιλανθρωπίας και εορταστικής μεγαλοψυχίας. Ενώ η πόλη χριστουγεννιάτικα καλύπτεται από την αιθάλη και στα σοκάκια ακούγονται ξεροί κρότοι από τα τακούνια εκδιδόμενων γυναικών, βλαστήμιες ξέμπαρκων ναυτικών και ευχές τίμιων βιοπαλαιστών, δύο κλικ πιο πέρα, στην καλή μας εφημερίδα, μπορούμε να βρούμε λίγα ίχνη από mirabilia και μια εσσάνς πορνογραφίας, όπως εξάλλου σε κάθε καλό λαϊκό βικτωριανό ανάγνωσμα.