Τρεις στους δέκα καρκίνους του μαστού ανιχνεύονται μεταξύ δύο προληπτικών εξετάσεων
Με μια νέα μελέτη, ερευνητές από το Karolinska Institutet, έδειξαν ότι οι λεγόμενοι «ενδιάμεσοι καρκίνοι» ή «καρκίνοι μεσοδιαστήματος» (interval cancers), οι οποίοι ανιχνεύονται στο μεσοδιάστημα μεταξύ δύο τακτικών εξετάσεων προσυμπτωματικού ελέγχου, αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού. Ορισμένοι παράγοντες κινδύνου μπορεί να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης αυτού του τύπου καρκίνου.
Ο τακτικός μαστογραφικός έλεγχος έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τη θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού, καθώς η νόσος ανιχνεύεται συνήθως σε πρώιμο στάδιο. Παρόλα αυτά, ορισμένοι καρκίνοι δεν διαγιγνώσκονται κατά τη διάρκεια του προσυμπτωματικού ελέγχου αλλά μεταξύ δύο τακτικών εξετάσεων. Ο ενδιάμεσος καρκίνος μπορεί να είναι πιο επιθετικός και να αντιμετωπίζεται πιο δύσκολα από τον καρκίνο του μαστού που ανιχνεύεται κατά τη διάρκεια ενός προγραμματισμένου προληπτικού ελέγχου.
Η μελέτη, στην οποία αναλύθηκαν στοιχεία για μισό εκατομμύριο γυναίκες στη Στοκχόλμη μεταξύ 1989 και 2020, δείχνει ότι ο ενδιάμεσος καρκίνος αποτελεί σημαντικό ποσοστό όλων των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού.
«Διαπιστώσαμε ότι οι ενδιάμεσοι καρκίνοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% όλων των καρκίνων του μαστού που ανιχνεύονται με προσυμπτωματικό έλεγχο και αυτό το ποσοστό παρέμεινε σταθερό για τρεις δεκαετίες, παρά τις προόδους στην τεχνολογία προσυμπτωματικού ελέγχου»,είπε η YuqiZhang, επικεφαλής της μελέτης.
Οι ερευνητές εντόπισαν αρκετούς παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ενδιάμεσου καρκίνου. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν την υψηλή πυκνότητα του μαστού, την ορμονοθεραπεία και τη μεγαλύτερη ηλικία κατά τον πρώτο τοκετό.
«Σε γυναίκες με υψηλή πυκνότητα μαστού και γυναίκες που κάνουν ορμονοθεραπεία υπάρχει κίνδυνος να μην ανιχνευτεί ο καρκίνος στον προληπτικό έλεγχο λόγω ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων», είπε η Zhang.
Επιπλέον, η μελέτη έδειξε ότι οι γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού, ιδιαίτερα του ενδιάμεσου καρκίνου, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν και οι ίδιες ενδιάμεσο καρκίνο.
Οι γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού είχαν 1,9 φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ενδιάμεσο καρκίνο και αυτός ο κίνδυνος αυξήθηκε σε 2,9 φορές εάν είχαν οικογενειακό ιστορικό ενδιάμεσου καρκίνου.
«Αυτό οφείλεται συχνά στην ταχεία ανάπτυξη όγκων μεταξύ των δύο εξετάσεων προσυμπτωματικού ελέγχου και όχι σε ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, η μελέτη τονίζει την ανάγκη για συχνότερες ή βελτιωμένες μεθόδους προσυμπτωματικού ελέγχου, ειδικά σχεδιασμένες για γυναίκες με αυτούς τους παράγοντες κινδύνου.
«Η προσαρμογή των πρωτοκόλλων προσυμπτωματικού ελέγχου ώστε να αντικατοπτρίζουν τα ατομικά προφίλ κινδύνου -είτε με πιο συχνές μαστογραφίες ή συμπληρωματική απεικόνιση όπως μαστογραφία με σκιαγραφικό ή με γενετικές εξετάσεις- θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά τα ποσοστά έγκαιρης ανίχνευσης», είπαν οι ερευνητές.
«Με τον εντοπισμό των καρκίνων νωρίτερα, μπορούμε να προσφέρουμε πιο αποτελεσματικές και λιγότερο επεμβατικές θεραπείες, να βελτιώσουμε τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα επιβίωσης και να μειώσουμε το συναισθηματικό και σωματικό κόστος στις ασθενείς», τόνισαν οι ερευνητές.