Οι απαγωγές που συγκλόνισαν την Ελλάδα
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που υπόθεση απαγωγής συγκλονίζει το πανελλήνιο, αφού τα τελευταία 28 χρόνια αρκετές υποθέσεις έχουν απασχολήσει τις ελληνικές αρχές.

Τον Μάρτιο του 1990, ο Κώστας Σπινάρης απήγαγε τον 17χρονο ποδοσφαιριστή του «Κεραυνού» Αγίας Βαρβάρας, Γιάννη Τσατσάνη, γνωστό και ως «Μαρσελίνο», για να εισπράξει λύτρα 150.000.000 δραχμών από την οικογένειά του.
Ο Σπινάρης -μαζί με τους συνεργούς του- προσποιούνταν τον Ιταλό στο τηλέφωνο, ενώ συνέχιζε να ζητά λύτρα από την οικογένεια του νεαρού, ακόμα και όταν τον είχε σκοτώσει.
Το πτώμα του αδικοχαμένου αγοριού βρέθηκε θαμμένο σε στάνη στα Σκούρτα Βοιωτίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί από τους δράστες του συγκεκριμένου εγκλήματος ήταν αδερφικοί φίλοι και συγγενείς του θύματος. Ανάμεσα στους εμπλεκόμενους, ήταν συμπαίχτες του, φίλοι του όπως ο Σπινάρης, ο αδερφός γνωστού μέλους της «Greek Mafia», που συνελήφθη από το FBI στο Νιου Τζέρσεϋ το 2008 και συγγενείς του…
Το χρονικό του στυγερού εγκλήματος
Ήταν απόγευμα Κυριακής στις 18 Μαρτίου 1990. Ο Γιάννης Τσατσάνης καθόταν στην καφετέρια «Τροπικάνα», όταν οι «κολλητοί» του φίλοι, Κώστας Σπινιάρης και Δημήτρης Αγαπητός τον πλησίασαν και του είπαν ότι γνώριζαν ποιοι είχαν κλέψει το κασετόφωνο από το αυτοκίνητό του και μπορούσαν να το βρουν. Ο 17χρονος τους ακολούθησε και αφού άλλαξαν αυτοκίνητα στη Νίκαια πήγαν να βρουν το κασετόφωνο στο Σχιστό. Στα Πυροβολεία τους περίμεναν ο Σταμάτης Γρυπαίος, ο Δημήτρης Σκαφτούρος και ο Γιάννης Λαζάρου.
Αυτοί όρμησαν στον Μαρσελίνο μόλις βγήκε από το αμάξι και έριξαν μια πιστολιά στον αέρα. Ο Σπινιάρης και ο Αγαπητός έκαναν ότι φοβήθηκαν και έφυγαν τρέχοντας. Οι τρεις πήγαν στο σπίτι του Γιάννη Πετράκη στο Χαϊδάρι, ο οποίος σύμφωνα με τις Αρχές τότε, δεν γνώριζε για την απαγωγή. Στο διαμέρισμα βρισκόταν και η φίλη του Θεοφανία Μεσμερλή. Ο Μαρσελίνο δεν επέστρεψε σπίτι το βράδυ και η οικογένεια άρχισε να τον αναζητά. Την επομένη κατήγγειλαν την εξαφάνιση στην Αστυνομία.
Οι απαγωγείς κράτησαν τον Μαρσελίνο δεμένο με χειροπέδες και με κουκούλα στο κεφάλι, για 4–5 ημέρες στο διαμέρισμα του Πετράκη. Ο Γρυπαίος φέρεται να τηλεφωνούσε από θαλάμους και διάφορα άλλα σημεία στον πατέρα του νεαρού και ζητούσε λύτρα, προσποιούμενος τον …Ιταλό. Μάλιστα, χρησιμοποιούσε μια γραμμένη κασέτα με τη φωνή του Μαρσελίνο για να στέλνει μηνύματα στον πατέρα του. Ποτέ όμως δεν υπήρξε ζωντανή επικοινωνία. Την Τρίτη 20 Μαρτίου ο Γρυπαίος πήρε τηλέφωνο τον Γιώργο Τσατσάνη και μίλησε ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά. Είπε στον πατέρα του παιδιού: «Ο Μαρσελίνο είναι καλά. Αλλά για να τον ξαναδείς θα πρέπει να μας δώσεις 150.000.000 δραχμές και έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο. Ακολούθησαν και άλλα τηλεφωνήματα σε πιο δραματικό τόνο. Ο πατέρας είχε καταφέρει να μαζέψει 30.000.000 δραχμές και ύστερα κατήγγειλε στις Αρχές την απαγωγή.
Οι δράστες αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Μαρσελίνο, γιατί ο πατέρας καθυστερούσε να παραδώσει τα λύτρα και γιατί υπέθεσαν ότι ο 17χρονος είχε αναγνωρίσει τον Σπινάρη και τον Αγαπητό που ήταν φίλοι του. Λίγες μέρες μετά την απαγωγή, τον έβαλαν νυχτερινές ώρες σε ένα αμάξι και τον μετέφεραν στα Σκούρτα Βοιωτίας. Εκεί τον έβαλαν σε άλλο όχημα και τον πήγαν σε ένα μαντρί στο Κάτω Πηγάδι Σκούρτων.
Με βάση τα στοιχεία της προανάκρισης, ο Αγαπητός, ο Σπινάρης και ο Γρυπαίος οδήγησαν τον Μαρσελίνο μέσα στο μαντρί όπου είχαν σκάψει ένα λάκκο με βάθος πάνω από μισό μέτρο. Το περίστροφο ανήκε στον Σκαφτούρο αλλά ο Αγαπητός και ο Σπινάρης δίσταζαν να τραβήξουν τη σκανδάλη, γιατί είχαν μεγαλώσει μαζί με τον Μαρσελίνο και ήταν και συμπαίκτες στον «Κεραυνό». Τελικά, ο Γρυπαίος πείστηκε να πάρει το όπλο και πυροβόλησε δύο φορές τον 17χρονο στην καρδιά και τον αυχένα. Αφού επέστρεψαν στην Αθήνα, έπεισαν τον Γρυπαίο και συνέχισε να τηλεφωνεί στον πατέρα του άτυχου παιδιού και να ζητά λύτρα!
Στις 19 Ιουνίου, ο κτηνοτρόφος στον οποίο ανήκε το μαντρί, άκουσε έναν άγριο σκυλοκαβγά. Όταν πλησίασε ένιωσε μια έντονη δυσοσμία και πρόσεξε ότι τα τσοπανόσκυλα είχαν τραβήξει ένα κομματιασμένο από τα δόντια τους μπουφάν. Ανατρίχιασε μόλις αντίκρισε όλο το θέαμα και έντρομος ειδοποίησε την Αστυνομία. Το πτώμα ήταν σε προχωρημένη αποσύνθεση γιατί είχε θαφτεί σε κοπριά, ενώ το κεφάλι βρέθηκε 50 μέτρα μακριά από τη υπόλοιπη σορό…
Βρέθηκαν κάποια προσωπικά αντικείμενα όπως ένας αναπτήρας, τα οποία αναγνώρισαν οι συγγενείς και ξέσπασαν σε λυγμούς. Η υπόθεση εξιχνιάστηκε μέσα σε λίγες ημέρες και άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της ως ένα από τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί ποτέ στην χώρα μας.
1991: Υπόθεση Οσκανιάν
Στις 12 Ιουλίου του 1991, δύο άγνωστοι εισέβαλαν στο σπίτι της 12χρονης Βελγίδας Ταμάρ Οσκανιάν, κόρης εμπόρου πολυτίμων λίθων και την απήγαγαν.
Άρπαξαν την ανήλικη αφού πρώτα αναισθητοποίησαν την νταντά της -η οποία στη συνέχεια εξέπνευσε- με χλωροφόρμιο. Oταν έμαθαν για τη συγκεκριμένη εξέλιξη οι απαγωγείς απελευθέρωσαν τη 12χρονη, χωρίς να πάρουν τα 2 εκατομμύρια δολάρια που ζητούσαν, φοβούμενοι τις συνέπειες.
Ένας οδηγός ταξί τη βρίσκει και την μεταφέρει στο σπίτι της. Οι δράστες δεν εντοπίζονται μέχρι την επόμενη φορά που ήταν και η τελευταία τους…
1995: Υπόθεση Δαλάκα
Το Νοέμβριο του 1995 ο τότε 11χρονος Κωστάκης Δαλάκας επιστρέφει σπίτι από το σχολείο. Λίγους μήνες πριν, η γιαγιά του είχε κερδίσει 130 εκατ. δραχμές στο λαχείο. Η σπείρα που 4 χρόνια πριν είχε απαγάγει την Οσκανιάν, αρπάζει τον μικρό και ξεκινάει τα απειλητικά τηλεφωνήματα στην οικογένειά του, τονίζοντας πως όλοι οι απαγωγείς είναι φορείς του AIDS και πως αν δεν έπαιρναν άμεσα τα χρήματα θα μετέδιδαν τον ιό στο παιδί. Πέντε ημέρες μετά, τους παραδόθηκε το ποσό των 41 εκατ. δρχ. και άφησαν ελεύθερο τον ∆αλάκα.
Το σπίτι στο οποίο κρατείτο ο νεαρός άνηκε στον έμπορο αυτοκινήτων από την Γλυφάδα, Γιάννη Χειλά, φίλο της οικογένειας, που διατηρούσε σχέσεις µε τη Φανή Ιωάννου Χατζηρουσέα, θεία του απαχθέντος. Ηταν οι δράστες και των δύο παιδικών απαγωγών, και της Οσκανιάν και του ∆αλάκα. Μαζί τους ομολογούν και οι Χρήστος Χειλάς και Γιάννης ∆ιαγγελάκης.
1995: Υπόθεση Χαΐτογλου
Τον Δεκέμβριο του 1995 ο γνωστός βιομήχανος Αλέκος Χαΐτογλου, πέφτει θύμα εξαιρετικά οργανωμένης απαγωγής, καθώς μετέβαινε στο οικογενειακό εργοστάσιο παρασκευής χαλβά στο 2ο χιλιόμετρο της οδού Ωραιοκάστρου-Θεσσαλονίκης. Έπειτα από 80 ώρες κράτησης ο απαχθείς εγκαταλείφθηκε στο ΚΤΕΛ υπεραστικών λεωφορείων της Καρδίτσας. Ο αδελφός του Κώστας, πρόεδρος της ομάδας μπάσκετ του Ηρακλή, ήταν ο υπερτυχερός της κλήρωσης του ΛΟΤΤΟ με 160 εκατομμύρια δραχμές. Οι απαγωγείς όμως ζήτησαν πολύ περισσότερα. Η οικογένεια τελικά κατέβαλε σχεδόν τα μισά από τα τρία εκατομμύρια μάρκα που είχαν ζητήσει οι δράστες (260 εκατομμύρια δραχμές).
Ως δράστες κατηγορήθηκαν τρεις κακοποιοί, ο νεκρός πλέον Παύλος Κερεμίδης και οι αδελφοί Νίκος και Βασίλης Παλαιοκώστας.
Η οικογένεια Χαΐτογλου κινήθηκε νομικά σε βάρος της Πολιτείας για παραλήψεις της ΕΛ.ΑΣ., που θεώρησε ότι οδήγησαν στο να επιτευχθεί η απαγωγή του Αλέκου Χαΐτογλου.
1996: Υπόθεση Κουκέα
Στις 25 Ιανουαρίου του 1996 η 24χρονη τότε καθηγήτρια ξένων γλωσσών Ζέτα Κουκέα έζησε την εφιαλτικότερη νύχτα της ζωής της.
«Επέστρεφα στο σπίτι μου στο Ν. Ψυχικό. Μόλις πάρκαρα το αυτοκίνητό μου, με απήγαγαν άγνωστοι με καλυμμένα τα πρόσωπά τους και με μετέφεραν σε ένα σπίτι. Ημουν τρομοκρατημένη» είπε αργότερα στην κατάθεσή της.
Οι δράστες την κράτησαν τέσσερις ημέρες, ώσπου συμφώνησαν με τον πατέρα της και έμπορο αυτοκινήτων Παναγιώτη Κουκέα το ποσό των 49,4 εκατ. δραχμών ως λύτρα.
Την απαγωγή είχε σχεδιάσει ο Πέτρος Καμπούρης που είχε επιχειρήσει να αγοράσει ανεπιτυχώς ταξί από τον πατέρα του θύματος.
1996: Υπόθεση Τσαμπάζη
Τον Αύγουστο του 1996, ο γιος μεγαλοεργολάβου της Θεσσαλονίκης, Διαμαντής Τσαμπάζης πέφτει θύμα απαγωγής από τον άνθρωπο που έπλενε το αυτοκίνητό του!
«Εγκέφαλος» της απαγωγής του, ήταν ο Αλβανός Ντολόρες Μούτσιο μαζί με τρεις συνεργούς του, οι οποίοι πήραν τα 150 από τα 300 εκατομμύρια που ζήτησαν αρχικά για λύτρα.
Οι δράστες κρατούσαν τον νεαρό στην Αλβανία και στη συνέχεια τον άφησαν ελεύθερο σε παραλία της Κέρκυρας.
Συνεργοί των απαγωγέων του Τσαμπάζη
1996: Υπόθεση Μεταξά
Φεβρουάριος του 1996. Ο 35χρονος τότε Μιχάλης Μεταξάς, γιος του ιδιοκτήτη των ξενοδοχείων «Maris» στην Κρήτη, Νίκου Μεταξά, κατευθυνόταν στο σημείο όπου είχε σταθμεύσει το τζιπ του στο Ηράκλειο της Κρήτης, για να μεταβεί στην επιχείρηση κεραμοποιίας που ο ίδιος διατηρούσε.
Του επιτέθηκαν πέντε κουκουλοφόροι. Μία ώρα αργότερα, άγνωστος τηλεφώνησε στην σύζυγο του και ζήτησε λύτρα ενός δις δρχ! Μετά από τέσσερις ημέρες αγωνίας και διαπραγματεύσεων, οι απαγωγείς τον απελευθερώνουν για 50 εκατομμύρια δραχμές.
Από την πρώτη στιγμή του φόρεσαν μια κουκούλα για να μην βλέπει τίποτα και τον μετέφεραν σε περιοχή έξω από το Ηράκλειο όπου και τον κράτησαν για περισσότερες από τέσσερις ημέρες σε μια αγροικία. Λίγες ώρες μετά την απαγωγή άγνωστοι τηλεφώνησαν στον αδελφό του απαχθέντος, Ανδρέα Μεταξά, του ανακοίνωσαν ότι είχαν απαγάγει το Νίκο και του ζήτησαν το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών για να τον απελευθερώσουν.
Παράλληλα οι απαγωγείς προειδοποίησαν τον αδερφό του θύματος να μην καταγγείλει το γεγονός στην Αστυνομία. Όμως ο αδερφός, αλλά και ο 80χρονος τότε πατέρας του Μιχάλης, συγκλονισμένοι όπως ήταν από το αναπάντεχο αυτό γεγονός, κατέφυγαν στην αστυνομία και ανέφεραν την απαγωγή. Ο πατέρας εξαιτίας του σοκ, υπέστη καρδιακό επεισόδιο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
Ακολούθησαν αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα των απαγωγέων προς τον αδερφό του θύματος, για να καταλήξουν από το ένα δισεκατομμύριο στα 500.000.000 και στην συνέχεια στα 300.000.000, μετά στα 100.000.000 για να καταλήξουν οριστικά στα 50.000.000 δρχ.
Οι απαγωγείς έδωσαν εντολή στον Ανδρέα Μεταξά να αφήσει τον σάκο με τα 50.000.000 σε συγκεκριμένο σημείο έξω από την ταβέρνα “Μπλε παράθυρα” του Ηρακλείου Κρήτης. Του συνέστησαν για μια ακόμη φορά ότι αν διαπιστώσουν παρουσία της αστυνομίας θα δολοφονούσαν τον αδελφό του.
Πραγματικά ο κ. Μεταξάς τοποθέτησε το σάκο με τα χρήματα στο σημείο που του υπέδειξαν οι απαγωγείς οι οποίοι τα παρέλαβαν αργά τη νύχτα. Τρεις ώρες αργότερα, ο Νίκος Μεταξάς αφέθηκε ελεύθερος. Οι απαγωγείς τον κατέβασαν από το αυτοκίνητό τους κάτω από μια γέφυρα στο νομό Λασιθίου και στη συνέχεια επέστρεψε στους οικείους του. Οι απαγωγείς ίσως να ήταν ντόπιοι καθώς μιλούσαν με έντονα κρητική προφορά, ωστόσο ουδέποτε εντοπίστηκαν και συνελήφθησαν από τις Αρχές.
1996: Υπόθεση Βενέτη
Στις 10 Ιουλίου 1996 γίνεται μία απαγωγή μυστήριο ή μάλλον αρπαγή στον Διόνυσο Αττικής. Πρόκειται για την περίπτωση που θύμα έπεσε ο δημιουργός των φούρνων Βενέτη, επιχειρηματίας Χρήστος Βενέτης. Οι δύο άγνωστοι απαγωγείς του, αφού τον κακοποίησαν, τον κλείδωσαν στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του σε ερημική περιοχή του Διόνυσου. Ύστερα από πέντε ώρες, το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο κίνησε το ενδιαφέρον διερχόμενων δασοφυλάκων, οι οποίοι ενημέρωσαν την πυροσβεστική που προχώρησε στον απεγκλωβισμό του επιχειρηματία.
1997: Υπόθεση Λουλάκη
Η απαγωγή της 6χρονης τότε Έλενας Λουλάκη, κόρη εμπόρου αυτοκινήτων, είχε αναστατώσει ολόκληρη την κοινωνία του Ηρακλείου Κρήτης. Ήταν μεσημέρι της 23ης Ιανουαρίου του 1997, όταν η μικρή Έλενα απήχθη έξω από το Παγκρήτιο Εκπαιδευτήριο. Η «εγκέφαλος της απαγωγής ήταν η ιδιοκτήτρια ενός βρεφονηπιακού σταθμού, η οποία αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Πρόκειται για την νηπιαγωγό Δήμητρα Καμπά, γειτόνισσα της γιαγιάς της μικρής, η οποία είχε τηλεφωνήσει στον οδηγό του σχολικού λεωφορείου, ισχυριζόμενη ότι ήταν η θεία της Ελένης και ότι θα περάσει να την πάρει. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, η Δήμητρα Καμπά και ο γιος της σχεδίασαν την απαγωγή του παιδιού, το οποίο βίωσε έντονες τραυματικές εμπειρίες.
Η υπόθεση εξιχνιάστηκε χάρη στην παρατηρητικότητα του οδηγού του σχολικού λεωφορείου, ο οποίος είχε αντιληφθεί έξω από το Παγκρήτιο την συνεργό που παρέλαβε το παιδί, όμως εκείνη συμπεριφέρθηκε ύποπτα και προσπάθησε να τον αποφύγει αν και τον γνώριζε.
Η γυναίκα αυτή κράτησε το παιδί στο σπίτι της για δύο 24ωρα. Ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε αρχικά τίποτα για την απαγωγή και ότι φοβήθηκε να πάει στην Αστυνομία όταν είδε την είδηση στην τηλεόραση. Οι απαγωγείς απαίτησαν από την οικογένεια της 6χρονης τότε Έλενας, 200 εκατομμύρια δραχμές. Για την απαγωγή καταδικάστηκαν τέσσερα άτομα. Σημειώνεται, πως η σατανική νηπιαγωγός και «εγκέφαλος» της απαγωγής, είχε δώσει εντολή στους συνεργούς της να σκοτώσουν το παιδί σε περίπτωση που βρίσκονταν υπό αστυνομικό κλοιό.
2000: Υπόθεση Περιστέρη
Τον Φεβρουάριο του 2000 έξω από το σπίτι του στη Θεσσαλονίκη ο 18χρονος τότε γιος αρχιτέκτονα, Γιώργος Περιστέρης, έπεσε θύμα απαγωγής. Ο οικοδόμος συνεργάτης του πατέρα του, Χρήστος Ρετζέπης και άλλα τέσσερα άτομα κατηγορήθηκαν από την Αστυνομία για την απαγωγή.
Το κίνητρο ήταν η καταβολή λύτρων. Για την απελευθέρωση που έγινε δύο ημέρες μετά, δόθηκαν 44 από τα 70 εκατομμύρια δραχμές που είχαν ζητηθεί αρχικά… Αυτό που προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στην συγκεκριμένη υπόθεση όμως, είναι πως τα λύτρα αυτά τα ζήτησαν οι δράστες για να ποντάρουν στο καζίνο… με αποτέλεσμα να τα χάσουν όλα!
Οι απαγωγείς έφθασαν στο χώρο που είχαν επιλέξει για την κράτησή του. Εκεί επρόκειτο να παραμείνει για δύο ολόκληρους μήνες. Το ίδιο απόγευμα, άγνωστος, ο οποίος μιλούσε «σπαστά» ελληνικά, επικοινώνησε με τον πατέρα του θύματος, Κώστα και του είπε ότι ο γιος του είχε απαχθεί και θα έπρεπε να καταβάλει ένα δισ. δρχ, ενώ δεν έπρεπε να ειδοποιηθεί η αστυνομία για την υπόθεση.
Παρά την προειδοποίηση, η αστυνομία ενημερώθηκε και ειδική ομάδα, στην οποία συμμετείχαν αξιωματικοί, διαπραγματευτές και ψυχολόγοι, ανέλαβε να παράσχει κάθε βοήθεια, συμβουλή και συνδρομή στην οικογένεια. Παράλληλα, με απόλυτο σεβασμό στην επιθυμία της οικογένειας, που δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να κινδυνεύσει ο απαχθείς, άρχισαν διακριτικές έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών. Οι δράστες επικοινώνησαν συνολικά 20 φορές, διαπραγματευόμενοι το ύψος των λύτρων, δίνοντας οδηγίες στην οικογένεια αλλά και απειλώντας.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για το τελικό ποσό των λύτρων, που ορίσθηκε στα 1,15 εκ. δολάρια, οι απαγωγείς είπαν στον πατέρα του θύματος ότι θα έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα, καθώς θα τον ενημέρωναν πότε και πού να παραδώσει τα χρήματα. Κάποια στιγμή τον ειδοποίησαν να ξεκινήσει από το σπίτι του και του είπαν ότι θα τον ενημέρωναν μέσω κινητού για τον τελικό προορισμό. Έπειτα από πολλές αλλαγές, τον οδήγησαν μέχρι τη Θήβα, σε μία διαδικασία που αποδείχτηκε …πρόβα. Το ίδιο επαναλήφθηκε και τις επόμενες δύο ημέρες, αυτή τη φορά με πολύωρες διαδρομές στο Λεκανοπέδιο. Μετά από τρία 24ωρα και ενώ ο επιχειρηματίας δεχόταν οδηγίες μέσω κινητού και οδηγούσε επί της λεωφόρου Κηφισού, οι δράστες τού έδωσαν εντολή να πετάξει την τσάντα με τα χρήματα κάτω από τη γέφυρα της Ιεράς Οδού, όπως και έπραξε.
Εν τέλει, χρειάστηκε να περάσουν 14 χρόνια, ώστε ο Παναγιώτης Βλαστός να ομολογήσει, πως είχε συμμετοχή στην απαγωγή του 34χρονου τότε επιχειρηματία, την οποία, υποστήριξε, πως είχαν διαπράξει οι Χριστόφορος Λασιθιωτάκης και Άλμπερτ Νουρούσνια.
Λασιθιωτάκης και Αργυρόπουλος
2005: Υπόθεση Μασούτη
Τον Δεκεμβρίου του 2005, στην Θεσσαλονίκη, δύο άγνωστοι άνδρες εμφανίζονται ως αστυνομικοί στο θυροτηλέφωνο της οικίας του επιχειρηματία Διαμαντή Μασούτη.
Όταν το θύμα άνοιξε την πόρτα, οι δράστες του επιτέθηκαν, τον ακινητοποίησαν και απαίτησαν λύτρα ύψους 1 εκατ. ευρώ για να τον αφήσουν ελεύθερο.
Ο επιχειρηματίας επικοινώνησε με τον οικονομικό του διευθυντή που τον ενημέρωσε ότι τα διαθέσιμα μετρητά τους ήταν 300.000 ευρώ. Οι κακοποιοί συμφώνησαν, πήρα τα χρήματα αυτά και τράπηκαν σε φυγή.
2008: Υπόθεση Μυλωνά
Τον Ιούνιο του 2008 η απαγωγή του επιχειρηματία Γιώργου Μυλωνά στην Θεσσαλονίκη έχει παγώσει το πανελλήνιο, με τις αστυνομικές Αρχές να αναζητούν για 13 ημέρες τα ίχνη του.
Τρεις οπλισμένοι κουκουλοφόροι που ήταν κρυμμένοι στο πάρκινγκ του σπιτιού του, απήγαγαν τον επιχειρηματία και τράπηκαν σε φυγή. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, εγκέφαλος της συγκεκριμένης απαγωγής ήταν ο Βασίλης Παλαιοκώστας. Οι απαγωγείς, αφού πήραν το ποσό των 13 εκατομμυρίων ευρώ, άφησαν ελεύθερο να επιστρέψει στη γυναίκα και τα παιδιά του.
«Εσύ μπορεί να είσαι ο Μυλωνάς του αλουμινίου εμείς όμως είμαστε οι Βαρδινογιάννηδες των απαγωγών». Έτσι είχε συστηθεί στον πρώην Πρόεδρο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Βορείου Ελλάδας Γιώργο Μυλωνά, ο Βασίλης Παλαιοκώστας.
2009: Υπόθεση Κυπριωτάκη
Ο 50χρονος ιδιοκτήτης εργοστασίου χρωμάτων από το Ηράκλειο Γιάννης Κυπριωτάκης βρίσκεται άγρια δολοφονημένος και απανθρακωμένος τα ξημερώματα της 20ης Μαΐου του 2009 και αφού είχε απαχθεί δύο μέρες πριν. Οι απαγωγείς επικοινώνησαν με την σύζυγο του και ζήτησαν λύτρα 300.000 ευρώ. Μετά από διαπραγματεύσεις, οι δράστες συμφώνησαν να τους καταβληθούν 155.000 ευρώ για να τον απελευθερώσουν. Τα χρήματα δόθηκαν, όμως οι απαγωγείς δολοφόνησαν, στραγγαλίζοντας τον άτυχο άνδρα, φοβούμενοι ότι τους είχε αναγνωρίσει και μάλιστα πριν παραλάβουν τα λύτρα!
Η τραγική εξέλιξη της υπόθεσης προκάλεσε σοκ στην οικογένεια του αλλά και στην κοινή γνώμη. Επί μεγάλο χρονικό διάστημα ειδική ομάδα της ΕΛ.ΑΣ ανέλαβε τις έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών, τους οποίους κατάφερε τελικά να συλλάβει. Ένας Ηρακλειώτης και δύο Σύροι ήταν οι απαγωγείς και δολοφόνοι του 50χρονου. Και οι τρεις πρωτόδικα καταδικάστηκαν σε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Ωστόσο, ανατριχίλα προκάλεσε η αποκάλυψη αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ, ότι η «τριανδρία του θανάτου», όπως τους είχε χαρακτηρίσει ο εισαγγελέας έδρας, είχε καταρτίσει λίστα με εύρωστους οικονομικά κρητικούς ως υποψήφια θύματα απαγωγής.
2009: Υπόθεση Παναγόπουλου
Αλλη μια απαγωγή από την «Greek Mafia» πραγματοποιήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 2009, όταν ένα βανάκι έκλεισε τον δρόμο στο αυτοκίνητο του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου στο Καβούρι.
Οι οπλισμένοι δράστες πήγαν τον εφοπλιστή στον σκουπιδότοπο του Υμηττού και στη συνέχεια τον έβαλαν στο πορτμπαγκάζ ενός άλλου οχήματος, με την απαγωγή να κρατάει συνολικά 192 ώρες!
Ο κ. Παναγόπουλος σώθηκε χάρη στη σύζυγό του, η οποία κατάφερε δίνοντας 30 εκ. ευρώ, να διαπραγματευτεί με τους απαγωγείς και να απελευθερώσει τον άνδρα της.
Λίγους μήνες μετά, συνελήφθησαν 18 ύποπτοι, μεταξύ των οποίων και ο Παναγιώτης Βλαστός.
2011: Υπόθεση Γκόντα
Οι απαγωγείς της 22χρονης φοιτήτριας και κόρης του πρώην δημάρχου Ιωαννίνων και δικηγόρου Νίκου Γκόντα, Σοφίας, πίστευαν ότι είχαν σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια το μεγάλο «κόλπο», με το οποίο θα κέρδιζαν ως λύτρα 4.000.000 ευρώ! Προετοίμαζαν την απαγωγή, επί και τουλάχιστον δύο μήνες, αφού είχαν μεταβεί στην Καστοριά όπου σπούδαζε η φοιτήτρια για να δουν που μένει, ενώ έναν μήνα πριν από την απαγωγή νοίκιασαν ακόμα και το κρησφύγετο όπου θα την κρατούσαν όμηρο.
Οι απαγωγείς βρήκαν τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της Σοφίας Γκόντα, ενώ ανακάλυψαν ότι είχε προφίλ και στο Facebook. Έτσι το βράδυ εκείνο της 30ης Αυγούστου, που η 22χρονη βρισκόταν με μία φίλη της σε μία καφετέρια στην Καστοριά, της τηλεφώνησαν στο κινητό, λέγοντας της ότι έχει κερδίσει μέσω διαγωνισμού στο διαδίκτυο ένα κινητό i-phone και εάν μπορούσε να το παραλάβει μέσω κούριερ κοντά στο σπίτι της. Ανυποψίαστη, η φοιτήτρια έπεσε στην παγίδα και πήγε στο ραντεβού με τους… απαγωγείς.
Οι τρεις δράστες την επιβίβασαν με την απειλή ενός ψεύτικου πιστολιού, σε ένα αυτοκίνητο και την οδήγησαν σε μία αγροικία που είχαν νοικιάσει στην αγροτική περιοχή Κουφοβού, έξω από τα Ιωάννινα. Εκεί την μετέφεραν στο κρησφύγετο όπου με καλυμμένα τα πρόσωπα τους, την κρατούσαν όμηρο. Όπως είπε στους αστυνομικούς μετά την απελευθέρωση της, της φέρθηκαν καλά, αφού της πήγαιναν φαγητό και νερό, χωρίς να την κρατούν δεμένη, πάντα όμως την επιτηρούσαν για να μην δραπετεύσει.
Το πρώτο τηλεφώνημα έγινε από το κινητό της κοπέλας στον πατέρα της. Σύμφωνα με πληροφορίες του είπαν «εάν θέλεις να ξαναδείς την κόρη σου πρέπει να μας δώσεις 4.000.000 ευρώ, μην τολμήσεις να ειδοποιήσεις την αστυνομία, εάν κάνεις ότι σου πούμε μην ανησυχείς όλα θα πάνε καλά…».
Ο πρώην δήμαρχος Ιωαννίνων πάγωσε όταν άκουσε ότι η κόρη του έχει πέσει θύμα απαγωγής και τους είπε ότι δεν έχει τόσα χρήματα. Αμέσως ενημερώθηκε η αστυνομία, στάλθηκε κλιμάκιο διαπραγματευτών από την ασφάλεια Αττικής, ενώ ακολούθησαν άλλα 10 τηλεφωνήματα από τους απαγωγείς. Στο δεύτερο τηλεφώνημα των απαγωγέων δόθηκε η «απόδειξη» ζωής, αφού οι δράστες άφησαν την 22χρονη να μιλήσει με τον πατέρα της…
Ο τέως Δήμαρχος Ιωαννίνων Ν. Γκοντάς
Οι απαγωγείς τηλεφωνούσαν από διαφορετικά σημεία στον πατέρα, έκαναν όμως το λάθος να τηλεφωνήσουν και από έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Οι αστυνομικοί με τη βοήθεια του «κοριού» της ΕΥΠ, εντόπισαν το σημείο και τον έναν από τους απαγωγείς. Λίγο αργότερα, κλείστηκε ραντεβού μαζί τους έξω από τα Ιωάννινα για να τους δοθούν ως λύτρα 44.000 ευρώ.
Τα χρήματα τα παρέλαβαν με μοτοσικλέτα οι δύο από τους απαγωγείς και μία ώρα αργότερα η όμηρος αφέθηκε ελεύθερη. Οι αστυνομικοί μετά από επιχείρηση, συνέλαβαν σε διαφορετικά σημεία έναν 43χρονο και έναν 32χρονο, Έλληνες και οι δύο υπάλληλοι σε πιτσαρία στα Ιωάννινα, έναν 37χρονο Αλβανό, καθώς και την σύζυγο του 32χρονου και την μητέρα του 43χρονου, επειδή τους βοήθησαν να κρύψουν τα χρήματα από τα λύτρα, τα οποία τα είχαν μοιράσει και τελικά βρέθηκαν κρυμμένα μέσα σε κουβέρτες. Όπως διαπιστώθηκε, οι απαγωγείς δεν είχαν απασχολήσει στο παρελθόν την Αστυνομία και αυτό ήταν κάτι που δυσκόλεψε τις έρευνες για τον εντοπισμό τους.
2012: Υπόθεση Παπαγεωργίου
Στις 9 Αυγούστου του 2012 ο Μάριος Παπαγεωργίου, έπεσε θύμα απαγωγής στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου
«Εγκέφαλος» ήταν ο φίλος της οικογένειας Πέτρος Μιχαλεάκος, ο οποίος συνελήφθη και καταδικάστηκε, ωστόσο ποτέ δεν αποκάλυψε την τύχη του άτυχου Μάριου.
Ο άτυχος 26χρονος συναντήθηκε τη μοιραία ημέρα τον 72χρονο «οικογενειακό φίλο» αφού ο τελευταίος φέρεται πως γνώριζε ότι η μητέρα του θύματος είχε κερδίσει ένα ποσό στο λαχείο.
Οι «επαφές» των απαγωγέων με τη μητέρα του άτυχου νεαρού συνεχίστηκαν ως τις 17 Αυγούστου 2012. Στις 4 Σεπτεμβρίου ενα μακάβριο εύρημα σήμανε συναγερμό στη Μεσσηνιακή Μάνη και άνοιξε πάλι την πόρτα των ερευνών για τον άτυχο Μάριο Παπαγεωργίου. Χωρικοί εντόπισαν ανθρώπινα οστά την Παρασκευή 1η Σεπτεμβρίου, σκορπισμένα μέσα σε παλιό εκκλησάκι στη περιοχή Λαγκάδα.
Η σορός του Μάριου Παπαγεωργίου, ο οποίος χάθηκε από τις 9 Αυγούστου του 2012, δεν έχει βρεθεί ακόμα. Tα μέλη της σπείρας, που τον απήγαγαν και τον δολοφόνησαν ήδη βρίσκονται στην φυλακή. Αρνούνται να αποκαλύψουν ωστόσο, που βρίσκεται η σορός του.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ένα μακάβριο εύρημα σήμανε συναγερμό στη Μεσσηνιακή Μάνη και άνοιξε και πάλι την πόρτα των ερευνών για τον άτυχο άντρα. Οπως έγινε γνωστό, χωρικοί εντόπισαν ανθρώπινα οστά σκορπισμένα μέσα σε παλιό εκκλησάκι στη περιοχή Λαγκαδά.
2014: Υπόθεση Καραμολέγκου
Τον Ιανουάριο του 2014 μία νέα υπόθεση απαγωγής έρχεται να ταράξει την κοινή γνώμη.
Ήταν ο επιχειρηματίας Μανώλης Καραμολέγκος ο οποίος ένα βράδυ που επέστρεφε από το Κορωπί στο σπίτι του στα βόρεια προάστια, ένα αυτοκίνητο και μία κλεμμένη μοτοσικλέτα τού έστησαν ενέδρα στην οδό Κλεισθένους στην περιοχή του Γέρακα και τον ακινητοποίησαν. Οι δράστες είχαν σκηνοθετήσει τροχαίο ατύχημα προκειμένου να σταματήσει ο επιχειρηματίας με το αυτοκίνητό του.
Με την απειλή όπλων τον ακινητοποίησαν και έβαλαν σε πορτμπαγκάζ του ΙΧ και εξαφανίσθηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση.
Την επόμενη ημέρα οι δράστες τηλεφώνησαν στην οικογένεια ζητώντας λύτρα, ενώ ο ίδιος ο επιχειρηματίας επικοινώνησε με τον οικονομικό διευθυντή της επιχείρησης του, ζητώντας του να συγκεντρώσει μεγάλο χρηματικό ποσό και θα τον ενημέρωνε τι θα το έκαναν.
Το απόγευμα όμως, ο κ. Καραμολέγκος κατάφερε να πείσει τον Μολδαβό που τον φρουρούσε ότι δεν θα γλύτωνε την σύλληψη και αυτός, συναισθανόμενος την πίεση από την ευρεία κινητοποίηση των αστυνομικών αρχών παρουσιάστηκε μαζί με τον απαχθέντα στο Τμήμα Ασφαλείας Κερατέας, όπου και συνελήφθη.